ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ
2 απαντήσεις
Σελίδα 1 από 1
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ
Ο Σεπτέμβρης ετοιμάζεται να μας αποχαιρετήσει. Ένας νέος μήνας μπαίνει αύριο, ο Οκτώβρης, και το ΔΩΔΕΚΑΤΟ ΒΙΒΛΙΟ θα τον καλωσορίσει με τι άλλο; με όμορφες λογοτεχνικές σελίδες που θυμίζουν Οκτώβρη. Και συγκεκριμένα, διηγήματα αφιερωμένα στην 28η Οκτωβρίου, τη μεγάλη εθνική γιορτή που αποτελεί σύμβολο αυτού του μήνα.
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΠΝΙΓΜΕΝΟΥ
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΠΝΙΓΜΕΝΟΥ
του Βασίλη Ρώτα
του Βασίλη Ρώτα
Από την Ανθολογία Ελληνικού Παιδικού Διηγήματος - Τόμος Ε΄
Επιμέλεια Άλκη Τροπαιάτη - Δημήτρη Γιάκου
Εκδόσεις Μ. Πεχλιβανίδης & ΣΙΑ
Είχε κατέβει ο Θεός κάτου, ο θαλασσόθεος, και συντάραζε τη θάλασσα και σάρωνε τον τόπο ημερόνυχτα. Οι άνεμοι, ξαπολυμένοι, εδιώχνανε κι απ' το πέλαγο κι απ' τη στεριά και πλεούμενα κι ανθρώπους και ζωντανά, ξερίζωναν δέντρα και μπαίνανε ως και μέσα στα σπίτια και ούρλιαζαν. Κάποτε ο μαυροσύννεφος ο νοτιάς πήρε να ξεθυμάνει, το βράδυ γλάρωσε κι όλη νύχτα μόνο η θάλασσα ανταρευότανε ακόμη και βόγγαγε.
Οι πρώτοι άνθρωποι που βγήκανε χαράματα στο γιαλό, βρήκανε τον πνιμένο τουμπανιασμένον πάνω στα φύκια και στα κλαριά. Τα 'χε όλα ξεράσει το κύμα, που φούσκωνε ακόμη και ξέρναγε αφρούς, αγκαλά ξελιγωμένο πια κι αποκαμωμένο.
Ένας πνιμένος στο ακρογιάλι, σε μικρό χωριό, φέρνει μεγάλη ταραχή στους ανθρώπους. Αμέσως το μαθαίνουνε όλοι και συνάζονται γύρω στο κουφάρι με περιέργεια, θλίψη και συμπόνια. Ετούτος φαινότανε άντρας μεσόκοπος, μα η θάλασσα τον είχε δείρει πολύ πριν τονέ πετάξει έξω και του 'χε χαλάσει τη μορφή, σε τρόπο που δεν έδειχνε πολλά σημάδια γνώρας. Κι η φαντασία τω χωριάτωνε βάλθηκε αυτή να τρέξει μακριά για να πιάσει το σουλούπι, τη νιότη, την αντρειά του πνιμένου και τις σχέσεις του με τον κόσμο.
Κι όπως όλοι τους ήτανε θλιμμένοι κι από δικά του ο καθένας, από τον χαλασμό κι από την πείνα, γιατί ο πόλεμος δεν είχε αφήσει σπίτι που να μην το ΄χε κάψει στην καρδιά, οι φαντασίες με πολύ μαύρα μάτια είδανε το άγνωστο κουφάρι που κειτότανε εκεί, πάνω στα φύκια, ξεχαρβαλωμένο και φουσκωμένο, σαν μεθυσμένο κι αδιάντροπο. Σαν να βλαστήμαγε τη ζωή. Σαν να μούντζωνε και τον ουρανό τον ολογάλανο, που έπιανε να τονέ χρυσώσει ο λαμπρός απριλιάτικος ήλιος, και τη θάλασσα που καταλάγιαζε λιποθυμισμένη, και το αγέρι που κατέβαινε από τις κορφές τις γεράνιες και τις πράσινες πλαγιές γύρω, μοσκοβολημένο από θυμάρι κι αγριοβιολέτα, και τα πουλιά που πετούσανε λαλώντας στον γλαρόν αθέρα, και τους ανθρώπους γύρω του, που τονέ κοιτάζανε με σκυμμένα μούτρα και μάτια ανήσυχα και φοβισμένα.
Επιτέλους ήρθε κι ο χωροφύλακας κι όλοι του κάμανε τόπο να περάσει μπροστά. Κοίταξε πρώτα με προσοχή το κουφάρι, από το μπρουμυτισμένο κεφάλι του ως τ' ανακλαδισμένα κανιά του, ύστερα πρόσταξε δυο χωριάτες να το γυρίσουν ανάποδα. Η φορεσιά του έμοιαζε στολή.
"Στρατιώτης ήτανε", είπε ο χωροφύλακας. Κι όλοι οι παραστεκούμενοι αναστενάξανε κι οι γυναίκες πιο πίσω λουχτούκιασαν.
"Για ψάχτε του τις τσέπες", πρόσταξε πάλι ο χωροφύλακας.
Κι οι δυο χωριάτες, που προθυμήθηκαν να βάλουνε χέρι στον πνιμένο, αρχίσανε τώρα να τονέ ξεκουμπώνουνε, να χώνουνε τα χέρια τους μέσ' στις τσέπες του, να τραβάνε από κει πράματα και να τα δίνουνε του χωροφύλακα.
"Το ρολόι του", είπε ο ένας, ξεθηλυκώνοντας ένα ρολόι απ' τον αρμό του πνιμένου.
Πάλι λουχτούκιασαν οι γυναίκες. Μα οι άντρες και τα παιδιά γέλασαν, γιατί αυτός που ξεθηλύκωσε το ρολόι, πριν το παραδώσει στο απλωμένο χέρι του χωροφύλακα, το 'βαλε στ΄αυτί του για να δει αν δουλεύει.
"Τι ώρα λέει; Να βάλουμε όλοι τα ρολόγια μας!" ρώτησε φωναχτά ένας χωρατατζής, και το αστείο του δεν έμεινε αναπάντητο από γέλια.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΠΝΙΓΜΕΝΟΥ
ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Ωστόσο η βαρυθυμία έπαιρνε αμέσως το πάνω χέρι, πνίγοντας το γέλιο, όπως είχε πνίξει η θάλασσα τον άνθρωπο, που, ανακλαδισμένος χάμω, άφηνε να τονέ ψάχνουνε τα χωριάτικα χέρια.
Δεν άργησαν οι παλάμες του χωροφύλακα να γεμίσουνε με πράματα, το ρολόι, ένα σουγιά, ένα μαντιλάκι, μια φυλλάδα διπλωμένη, ένα μολύβι, μια τσατσάρα, ένα πορτοφόλι φουσκωμένο σαν τον ιδιοχτήτη του και ξεκοιλιασμένο, που μισοφαινόντουσαν μέσα του χαρτιά και χρήματα, ένα μάτσο γράμματα.
Ο χωροφύλακας τ' άδειασε όλα μέσα σ' ένα σακίδιο που 'χε κρεμασμένο στο πλευρό του. Κράτησε μόνο τα χαρτιά κι άρχισε να τα εξετάζει, ψάχνοντας για την ταυτότητα του πνιμένου. Ξεφυλλίζοντας τα μουσκεμένα γράμματα, διάβαζε κιόλας φωναχτά: "Αγαπητή μου Ελενίτσα..."
"Γράμμα στη φιλενάδα του!" φώναξε ο χωρατατζής και γέλασαν τα παιδιά.
Ο χωροφύλακας ξεδίπλωσε δεύτερο γράμμα και διάβασε πάλι: "Αγαπητή μου Ελενίτσα...", ύστερα τρίτο, τέταρτο κι όλα άρχιζαν με το "Αγαπητή μου Ελενίτσα".
"Διάβασε και παρακάτω!" ξεστόμισαν μερικοί.
Ο χωροφύλακας κράτησε το τελευταίο, να διαβάσει και παρακάτω. Και η δική του πια περιέργεια και ολονώνε είχε φουντώσει. Η φαντασία του καθενού είχε πλάσει από τ' άφαντο χάος μια ξέχωρη μορφή γι' αυτή την Ελενίτσα. Άλλος την έβλεπε φιλενάδα, άλλος γυναίκα στεφανωτή, άλλος Ελενάρα, άλλος Ελέγκω, καθένας με τον τρόπο του και την πείρα του.
Ο χωροφύλακας διάβασε φωναχτά ως το τέλος το ακόλουθο γράμμα:
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΠΝΙΓΜΕΝΟΥ
ΣΥΝΕΧΕΙΑ
"Αγαπητή μου Ελενίτσα,
"Αγαπητή μου Ελενίτσα,
Σου 'χω γράψει γράμματα, παιδί μου, κάθε μέρα σου γράφω, χωρίς να σου στείλω ακόμη κανένα, γιατί δεν τα κατάφερα. Κι η ελπίδα που είχα να σου τα στείλω, τώρα χάθηκε ολότελα, γιατί πιάστηκα αιχμάλωτος. Όμως, πάλι σου γράφω το τελευταίο χαρτί που έχω κι ίσως βρω καμιάν ευκαιρία. Τώρα μας εβάλανε στο πλοίο για να μας πάνε στα μέρια τους. Έτσι λένε πολλοί, μα κανείς δεν ξέρει για πού ταξιδεύουμε. Τ' αεροπλάνα έρχονται ολοένα από πάνω μας και μας ρίχνουνε. Κι ολοένα οι καρδιές μας λαχταρίζουνε, τώρα θα μας βουλιάξουνε.
Βλέπουμε τη στεριά να φεύγει λίγο λίγο και να χάνεται απ' τα μάτια μας. Παιδί μου, Ελενίτσα μου, ο νους μου είναι σε σένα, που έμεινες μάνα στο σπίτι, να κοιτάξεις και τ' αδέρφια σου, κι είσαι ακόμη τόσο μικρή. Από την ημέρα που 'λαβα το γράμμα σου το πικραμένο, που μου 'γραφες τη θανή της μητέρας σου, μέρα νύχτα εσένα συλλογίζομαι και κλαίω.
Μόλις είχαμε σχολάσει τη μάχη κι ήμουνα ζωντανός ακόμη κι άβλαβος κι έτρωγα ευχαριστημένος το ψωμί μου, ήρθε, παιδάκι μου, το γράμμα σου με τη μαύρην είδηση που με λάβωσε κατάκαρδα.
Καλύτερα έλεγα να μ' είχε πάρει εμένα ο χάρος, όπως τόσους και τόσους συντρόφους μας και χωριανούς μας, παρά που πήρε τη μητέρα σου. Γιατί αυτή χρειαζότανε σε σένα και τ' αδέρφια σου, που είναι ακόμη μικρούλια και πώς θα ζήσουνε.
Μου 'γραφες, παιδί μου, να κάνω καρδιά και σπάραξε η ψυχή μου, που μου 'δινες εσύ θάρρος, εσύ το άπλερο και μικρό κοριτσάκι. Παιδάκι μου, να τηράξεις τ' αδέρφια σου και να τους σταθείς εσύ μάνα πονετικιά. Να μη ζητήσεις τη βοήθεια κανενού χωριστά, παρά όλου του χωριού. Να μην εμπιστευτείς, παιδί μου, ούτε τον παπά, ούτε τον πρόεδρο χωριστά να σε βοηθήσουνε κι ούτε κανένα συγγενή, παρά να πέσεις στο έλεος του χωριού.
Να βγεις, παιδί μου, στην εκκλησία, μέσ' στη μέση, και να τονέ φωνάξεις τον πόνο σου. Να έχεις μαζί σου και όλα τ' αδερφάκια σου, να φωνάξετε όλα μαζί και να ειπείτε:
"Χωριανοί, η μάνα μας πέθανε, ο πατέρας μας είναι στον πόλεμο, εμείς είμαστε πεντάρφανα, το χωριό να μας φροντίσει κι εμείς εδώ του χωριού είμαστε."
Μέσα στην απελπισιά μου, εσύ παιδάκι μου, που 'δειξες μυαλωμένο και πονετικό, εσύ είσαι το μοναχό στήριγμα της καρδιάς μου, εσύ είσαι το μοναχό φως μέσα στο σκοτάδι που βρίσκομαι.
Να πολεμήσεις, παιδί μου, για τ' αδέρφια σου. Να τηράξεις τους άλλους, να μην τηράξεις τον εαυτό σου. Να μη ζηλέψεις καθόλου τις χαρές και τις ομορφιές και τα στολίσματα για τον εαυτό σου και παρατήσεις τ' αδέρφια σου που από σένα κρέμονται τώρα.
Σου 'πεσε μεγάλο βάρος, πουλάκι μου, Ελενίτσα μου, πάνω στις τρυφερές σου πλάτες, το χρέος της μάνας μαζί και του πατέρα. Να το νιώσεις, βασανισμένο μου, και να σταθείς σ' αυτό το χρέος πιστή, έτσι να ιδούμε καλήν αντάμωση. Να μη γυρίσω, παιδάκι μου, πίσω και σας βρω σκόρπια και ντροπιασμένα.
Εγώ, από δω που βρίσκομαι, εσάς έχω ελπίδα για να παλέψω, και κάθε μου παλμός και κάθε πνοή μου θα παίρνει δύναμη από σένα, άπλερο πουλί μου, που θ' αγωνίζεσαι μέσα σ' αυτή τη συφορά για το καλό και για την προκοπή. Κι όταν ανταμωθούμε όλοι μας χαρούμενοι..."
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΠΝΙΓΜΕΝΟΥ
ΣΥΝΕΧΕΙΑ
ΤΕΛΟΣ
Εδώ σταμάτησε το διάβασμα, γιατί δεν είχε συνέχεια. Ο χωροφύλακας γύρισε τα μάτια του στους παραστεκάμενους κι όλοι κλαίγανε, οι γυναίκες γοερά, οι άντρες σκυφτοί και σαν ντροπιασμένοι. Ως και τα παιδιά στεκόντουσαν συλλογισμένα, Κάποιος εφώναξε και είπε:
"Αυτός ο πνιμένος είναι δικός μας, κι αυτή η Ελενίτσα και τα παιδιά του τ' άλλα, δικά μας είναι! Πρέπει εμείς να τα φροντίσουμε."
"Ναι, ναι," φώναξαν όλοι "να φροντίσουμε να τα βρούμε".
Κι άρχισε συζήτηση σ' όλη τη σύναξη εκεί γύρω στον πνιμένο. Όλοι φωνάζανε κι ο καθένας επρόσθετε κι από μια γνώμη, πώς να κάμουνε ν' ανακαλύψουνε το χωριό και το σπίτι του πνιμένου, πώς να στείλουνε επίτηδες ανθρώπους με έξοδα του χωριού τους, να ταξιδέψουν, - όλη την Ελλάδα στην ανάγκη, για να βρουν αυτή την Ελενίτσα, να τη βοηθήσουνε. Άλλος επρόσθετε, "να τα πάρουμε αυτά τα παιδιά και να τα φέρουμε εδώ στο χωριό μας, να τα κάμουμε δικά μας". Άλλος εφώναζε: "Αυτά τα γράμματα να τα φυλάξουμε καλά, για να τα πάμε του κοριτσιού". Άλλος είπε: "Να τα τυπώσουμε στην εφημερίδα, να τα διαβάσει όλος ο κόσμος!"
Έτσι, με ταραχή και συγκίνηση και γενική προθυμία να εχτελέσουνε τις εντολές του πνιμένου, πέρασαν οι χωριάτες εκείνη την ημέρα τους. Όμως τι κάμανε, πώς τέλειωσε αυτή η ιστορία, αν το χωριό αυτό έβαλε σε πράξη την πρώτη ορμή που 'λαβε απ' το γράμμα του πνιμένου, ή αν και το λείψανό του και το γράμμα του πήρανε τον φυσικό τους δρόμο, εκείνο για μιαν άκρη στο νεκροταφείο, κι εκείνα για μιαν άκρη στην ντουλάπα της ανάκρισης, δε μαθεύτηκε. Πολλές είναι οι έγνοιες κι οι λαχτάρες της ζωής, έτσι που, ως να γίνει το 'να περιστατικό, άλλα απανωτά έρχονται και τα πλακώνουνε, σαν τα κύματα στο γιαλό, που ως να ιδείς καλά καλά το πρώτο κύμα, δεύτερο, τρίτο από κοντά έρχεται και κουκουλώνει τ' άλλα, και το μόνο που νιώθεις βαριά είναι η αντάρα και το άφρισμα του πελάγου.
ΤΕΛΟΣ
Απ: ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ
ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ:
Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ
"Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ' την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ' αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα.
Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο.
Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το 'χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μας θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους - ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες, μ' άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να 'ναι.
Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι.
Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ' όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που 'χαν λευκάνει απ' τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του '97 ή του '12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ' τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τούρκων.
Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα - έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ' αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά,ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.
Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων.
Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν' απαντούμε απ' τ' άλλο μέρος να' ρχονται οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι, σαν ακούγανε για πού τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα.
Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι: «Οϊ Οϊ, μάνα μου»,«οϊ οϊ, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που 'λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρομούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτο-βολίδες."
Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ' αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα.
Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο.
Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το 'χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μας θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους - ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες, μ' άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να 'ναι.
Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι.
Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ' όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που 'χαν λευκάνει απ' τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του '97 ή του '12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ' τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τούρκων.
Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα - έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ' αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά,ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.
Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων.
Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν' απαντούμε απ' τ' άλλο μέρος να' ρχονται οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι, σαν ακούγανε για πού τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα.
Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι: «Οϊ Οϊ, μάνα μου»,«οϊ οϊ, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που 'λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρομούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτο-βολίδες."
Απ: ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ
ΛΙΛΙΚΑ ΝΑΚΟΥ
Η ΕΛΕΝΙΤΣΑ
Μας τη φέρανε στο νοσοκομείο ένα πρωί που έκανε φοβερό κρύο εκείνον τον αξέχαστο και καταραμένο χειμώνα του σαρανταδύο.
Ήταν παγωμένη και είχε τα μάτια μισόκλειστα από την εξάντληση και την πείνα. Ήταν τόση δα! Ένα λεπτοφυές γλυκό κοριτσάκι ως έξι χρονών. Ένα παιδάκι καστανό, που η πείνα, η κακουχία, το κρύο, δεν είχαν κατορθώσει να αλλοιώσουν το όμορφο προσωπάκι και την αθώα έκφραση των ματιών του.
Ένας πολισμάνος τη βρήκε μαζί με τον αδελφό της στο δρόμο και γύρευαν τα κακόμοιρα τα παιδιά αγκαλιασμένα σε μια γωνιά να ζεσταθούνε, ενώ το ξεροβόρι της Αθήνας ξεπάγιαζε και τον πιο καλοντυμένο διαβάτη.
Ναι λοιπόν, ένας πολισμάνος καλός τα λυπήθηκε τα παιδιά και μας τα έφερε στο νοσοκομείο, στη Ριζάρειο, που σ’ αυτό τότε μαζεύανε και φέρνανε όλους όσοι πέφτανε στο δρόμο από την πείνα.
Είπε στην Προϊσταμένη: «Τα βρήκα αγκαλιασμένα να τουρτουρίζουνε μέσα στα κουρέλια, κάτω στο σταθμό του Ηλεκτρικού, και τα πόνεσε η ψυχή μου.»
Α, αυτή η Ομόνοια… Είναι αυτή η πλατεία που ο Ηλεκτρικός Σιδηρόδρομος ξέβραζε κείνον το χειμώνα, από τον Πειραιά και τους συνοικισμούς του, έναν κόσμο κολάσεως. Έναν κόσμο ανθρώπων πειναλέων, σκελετωμένων, με μάτια έξαλλα, που, μόλις φτάνανε στην Αθήνα, τρέχανε αμέσως στους ντενεκέδες των σκουπιδιών για να φάνε. Σα να μην είχε πια σκουπίδια ο Πειραιάς για να ψάξουν εκεί να φάνε.
Κι αλήθεια, διηγόνταν οι ίδιοι πως στον Πειραιά, γύρω από ένα ντενεκέ σκουπίδια, γίνονταν αληθινές μάχες, ανάμεσα σε σκύλους, ανθρώπους και παιδιά.
Μα ας είναι. Ας ξανάρθω στην Ελενίτσα, το κοριτσάκι που μας έφεραν στη Ριζάρειο. Στην αρχή λοιπόν, καθώς μας έφερε και δύο άλλα παιδιά ο πολισμάνος, δεν υπήρχε κανένας τρόπος να τα κρατήσουμε στο νοσοκομείο. Όλα τα κρεβάτια ήταν πιασμένα. Στην ανάγκη μάλιστα βάζαμε τα παιδιά πέντε πέντε σε κάθε κρεβάτι, για να μην τ’ αφήσουμε να πεθάνουνε με τέτοιο κρύο έξω στο δρόμο. Τα βάζαμε από τη μια και την άλλη μεριά του κρεβατιού, τα καημένα. Ναι, δεν υπήρχε λοιπόν ούτε μια μικρή θεσούλα για την Ελενίτσα.
Ο πολισμάνος, καλόκαρδος, ικέτευε την Προϊσταμένη. Μα τι να σου κάνει και αυτή; Έλεγε: «Πάρτε τουλάχιστον το κοριτσάκι… Δέστε πώς τρέμει… Είναι άσπρο το προσωπάκι του σαν το πανί… Αφήστε το το αγόρι…»
Αχ, Θεέ μου! συλλογιζόμουν εγώ, που βρισκόμουν κει δα μπροστά σ’ αυτή τη σκηνή, να, που γίνεται άθελα κανείς και σκληρός τέτοιες εποχές. Το αγόρι τι θα γινότανε; Θα το κατάπινε ασφαλώς ο δρόμος, και κανένα πρωί θα το βρίσκανε κοκαλωμένο από την παγωνιά και την πείνα. Θα το μαζεύανε και θα το ρίχνανε μέσα σ’ αυτό το κάρο, που κάθε πρωί γυρίζει στους δρόμους της Αθήνας και μαζεύει τους πεθαμένους. Και ύστερα, φύρδην μίγδην, παιδιά, γέρους, νέους, πάει και τους αδειάζει σε ένα μεγάλο λάκκο στο νεκροταφείο. Τέτοια τύχη περίμενε το αγόρι.
Ντίνο, λέει, το λέγανε, ήταν ως έντεκα χρονών αγόρι, σκελετωμένο, κι η πείνα το είχε κάνει να μοιάζει με μικρό πίθηκο, όπως άλλωστε μοιάζανε όλα τα πεινασμένα παιδιά, στο τελευταίο στάδιο που μας τα φέρνανε στο νοσοκομείο. Τους φυτρώνανε μάλιστα στο πρόσωπο και κάτι ξανθές τρίχες σαν χνούδι, πότε άσπρες, πότε ξανθές.
Τον Ντίνο όμως κάτι τον ξεχώριζε από τον πίθηκο. Ήταν τα μπλε μεγάλα του μάτια, που, είτε από το κρύο, είτε από άλλο λόγο, μοιάζανε όλο βουρκωμένα. Κοιτάζανε γύρω τον κόσμο, τον κόσμο αυτόν που ήταν όμοια η κόλαση, και βουρκώνανε. Θεέ μου, ήταν να μη βουρκώνουν τα μάτια των παιδιών, όπως και των μεγάλων, απ’ ό,τι γύρω τους βλέπανε;
Ας είναι. Στο πρόσωπο του αγοριού είχαν φυτρώσει αυτές οι περίεργες τρίχες του τελευταίου σταδίου της πείνας, που κάνανε και τους γιατρούς να απορούνε γι’ αυτό. Της Ελενίτσας όμως όχι. Το προσωπάκι της, αντίθετα από τα άλλα παιδιά, είχε γίνει διάφανο, λες και ήταν από φαρφουρί, από πολύτιμη πορσελάνα. Και τα μαλλάκια της, καστανά ανοιχτά, σγουραίνανε και γίνονταν σαν χρυσαφιά μπροστά στο μέτωπο. Τα μάτια της, σκούρα, κοιτάζανε τον κόσμο με εμπιστοσύνη. Και ήταν αυτή η έκφραση της εμπιστοσύνης προς τους ανθρώπους, που σου μαχαίρωνε την καρδιά.
Ήταν λοιπόν να σώσουμε ένα από τα δυο παιδιά. Ήταν η κρίσιμη στιγμή ν’ αποφασίσουμε ποιο από τα δυο θα έμενε στο νοσοκομείο. Και τα δύο ήταν εντελώς αδύνατο. Ούτε καν τροφή δεν υπήρχε για ένα παιδί παραπάνω. Δεν έπρεπε λοιπόν να αργοπορήσουμε. Η Προϊσταμένη δέχτηκε την πρόταση του πολισμάνου. «Καλά, είπε, θα κρατήσουμε το κοριτσάκι.» Έτσι έμεινε η «Ελενίτσα μας», όπως την έλεγε ο αδελφός της.
Και η Προϊσταμένη άρχισε από καθήκον να κάνει τις ίδιες ερωτήσεις που έκανε σε όλα τα παιδιά, όσα είχαν την τύχη – ναι, την τύχη! – να μπούνε στο νοσοκομείο.
«Πόσα παιδιά είστε στο σπίτι σας;»
«Εφτά!... αποκρίθηκε το αγόρι, σαν μεγαλύτερος που μπορούσε να μιλήσει. Η Ελενίτσα μας είναι το μικρότερο, έξι χρονών.»
«Από πού ερχόσαστε;»
«Από την Κοκκινιά, στον Πειραιά.»
«Μάνα, πατέρα έχετε;»
«Η μάνα μας πρήστηκε από την πείνα και έπεσε στο στρώμα. Ο πατέρας ήταν χτίστης, μα έχει, λένε, πλευρίτη. Βήχει και δε δουλεύει. Τα άλλα παιδιά φύγανε από το σπίτι γιατί πεινούσανε. Καμιά φορά πάλι, πότε πότε, γυρνούνε και πάλι ματαφεύγουνε.»
Αυτά είπε το αδέρφι της Ελενίτσας. Και, άμα έκανε να φύγει από το νοσοκομείο, το πιάσανε το κλάματα… Δεν ήθελε να φύγει, ούτε να χωριστεί από την Ελενίτσα. Έλεγε κι έκλαιγε: «Πώς να γυρίσω δίχως την Ελενίτσα μας; Εμείς στο σπίτι όλοι την αγαπάμε, γιατί μας κάνει πάντα και γελάμε. Και ποτέ δεν κλαίει, δεν πεινάει. Κάθεται σε μια μεριά, μας κοιτά και σωπαίνει. Η μάνα μας λέει γι’ αυτή πως δεν είναι σαν τ’ άλλα παιδιά. Την τρέφει ο αέρας και η καλή καρδιά.»
Αχ ναι, την έτρεφε ο αέρας και η καλή καρδιά. Μα έπεσε αυτή η βαρυχειμωνιά, πρώτη φορά τόσο βαριά για την Αθήνα. Έπεσε και η πείνα και πια δε βάσταξε η Ελενίτσα. Σαν πούπουλο ελαφρύ ήταν το κορμάκι της, σαν πούπουλο στα χέρια μας την ώρα που την πήραμε, να την καθαρίσουμε κάτω στα μπάνια και ύστερα να τη βάλουμε στο κρεβάτι. Έτυχε να βρεθεί ένα μικρό, τόσο δα κρεβατάκι, για πιο μικρό μάλιστα παιδί από την Ελενίτσα. Εκεί τη βάλαμε. Ήταν τόσο μικρό το σωματάκι της! Μα πού να χωρέσει εκεί και ο αδελφός της…
«Θα έρχεσαι να τη βλέπεις κάθε απόγευμα, του είπε η Προϊσταμένη. Μην κλαις… Άμα λίγο δυναμώσει και γίνει καλά, θα την πάρεις μαζί σου.»
«Κρατήστε με και μένα», ικέτευσε το αγόρι.
Μα η Προϊσταμένη, για να μην κλάψει κι αυτή (εγώ την ήξερα καλά), έμπηκε τις φωνές: «Σου είπα, φώναξε δυνατά, δεν έχομε θέση! Δεν καταλαβαίνεις που σου μιλώ ελληνικά;»
Έφυγε το αγόρι. Το είδα να στέκεται για πολλή ώρα, έτσι, μπροστά στην πόρτα του νοσοκομείου και να κοιτάζει καταπάνω τα παράθυρα.
Έξω έκανε ένα βοριά δυνατό. Και στριφογυρίζανε οι νιφάδες και χορεύανε έναν αλλόκοτο χορό, που ζαλιζόσουν να τις κοιτάζεις. Τα δέντρα της αυλής βουΐζανε και γέρνανε στον παγωμένο αέρα…
Το αγόρι έμεινε έτσι εκεί για λίγο ακόμα, μα ύστερα, σαν ξαναπέρασα εγώ από το διάδρομο και κοίταξα από το παράθυρο, δεν ήταν πια εκεί. Είχε φύγει.
Μας έμεινε λοιπόν η Ελενίτσα μας με το διάφανο προσωπάκι. Μόλις ζεστάθηκε και συνήλθε, άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε ολόγυρά της. Αχ, τι γλυκά παιδιακίσια ματάκια! Αυτά έπρεπε να βλέπουν ανθισμένα λιβάδια, πεταλούδες, πουλιά και λουλούδια. Και όχι να κοιτάνε γύρω τα σκελετωμένα παιδιά μέσα στο θάλαμο, που βογγούσανε, υποφέρανε και πεθαίνανε…
Κοίταξε περίεργα όλο γύρω της η Ελενίτσα. Στην αρχή δεν καταλάβαινε καλά πού βρισκότανε. Έπειτα κοίταξε κι εμάς τις νοσοκόμες. Και, ποιος ξέρει… της αρέσαμε έτσι με τις άσπρες ποδιές και μας χαμογέλασε. Τι χαμόγελο! Η Προϊσταμένη δε βάσταξε, πήγε κοντά της, έσκυψε και τη φίλησε…
«Τι θέλεις, πουλί μου; της είπε. Πες μου και μη φοβάσαι.»
Η Ελενίτσα μας κοίταζε. Κοίταζε την Προϊσταμένη καλά, ύστερα πάλι εμάς. Και έκανε σαν να ήθελε να πει κάποιο σπουδαίο μυστικό που ήτανε ντροπή να τ’ ακούσει κανείς… Σαν να ήθελε να πει έναν πόθο, που πάσχιζε από καιρό να τον πει, μα πάλι δεν τολμούσε.
«Τι θέλεις, μικρό μου;» την ξαναρώτησε η Προϊσταμένη. «Πες τι θέλεις. Μη φοβάσαι! Ό,τι θέλεις, αμέσως θα το ‘χεις.»
Α, τι κουβέντα τολμηρή για την εποχή που ζούμε ξεστόμισε η Προϊσταμένη! Και πόσο η ίδια ύστερα υπέφερε από την κουβέντα αυτή…
«Πες μου…»
Μια φωνίτσα τότε απαλή, αδύνατη σαν αχνός, είπε δειλά:
«Θέλω… Θέλω πατατίτσες τηγανιτές!...» Και το προσωπάκι της πήρε έξαφνα μια έκφραση χαρούμενη και μαζί λίγο σαν πονηρούτσικη. «Πατατίτσες τηγανιτές!» ξανάπε και κοίταξε με τα ματάκια της, γιομάτα εμπιστοσύνη, την κυρία Προϊσταμένη.
Ταράχτηκε τότε, είδα, η κυρία Προϊσταμένη. «Πατατίτσες τηγανιτές», είπε και αυτή, σα να θυμήθηκε έξαφνα πως, πράγματι, στον κόσμο υπήρχαν κάπου πατατίτσες τηγανιτές… «Πατατίτσες;» ξανάπε η Προϊσταμένη και μας κοίταξε με ταραχή και απορία. «Πού να τις βρούμε;» έκανε πάλι κοιτάζοντας τις νοσοκόμες, που στεκόμαστε μάρτυρες βουβοί σ’ αυτήν όλη τη σκηνή…
Ναι, πού να τις βρούμε;… Πού να βρεθεί τέτοια πολυτέλεια της πατάτας μέσα σ’ ένα νοσοκομείο όπως η Ριζάρειος… Εδώ, εμείς, είχαμε μόνο ό,τι μας έδινε ο Ερυθρός Σταυρός. Φασόλια, κάποτε λακέρδα – και πάλι φασόλια και χόρτα. Γάλα περιμέναμε να μας στείλουνε κουτιά από την Ελβετία. Μα πατάτα πού να βρεθεί;
Και όμως η Ελενίτσα ήθελε και καλά τηγανιτές πατατίτσες. Με την ξαφνική της αυτή επιθυμία, μείναμε κι εμείς οι νοσοκόμες σκεφτικές. Άξαφνα κι εμείς θυμηθήκαμε τις πατατίτσες τις τηγανιτές του σπιτιού. Την ατμόσφαιρα του σπιτιού του καλού καιρού, που δε βάζαμε ποτέ με το νου μας, τότες, πως γραμμένο ήταν τέτοια πράγματα να δούνε τα μάτια μας!... Πατατίτσες τηγανιτές!... Καλέ, τι σκέφτηκε η Ελενίτσα!
Το μικρό κοριτσάκι τώρα, ξεθαρρεμένο, μας χαμογελούσε, μας κοίταζε και μας έλεγε με την παιδιακίσια φωνούλα της: «Πατατίτσες θέλω! Πατατίτσες τηγανιτές!»
Όταν της φέραμε να πιει φασουλόζουμο, δεν το ήθελε. Της είχε για καλά κολλήσει η ιδέα για πατατίτσες. Και με παιδιάστικη τώρα επιμονή, τις γύρευε. Τι ήταν να ρωτήσει η Προϊσταμένη το παιδί, τι ήθελε να φάει…
Σαν ήρθε ο γιατρός και μας είδε έτσι σκεφτικές, μας έβαλε μπροστά. Είχε τα νεύρα του. Δεν είχε όρεξη για πολλές κουβέντες. Είχαν, έλεγε, πολλά παιδιά πεθάνει χθες και σήμερα μέσα στο νοσοκομείο. Και αυτός τίποτα δεν μπορούσε να κάνει για να μην πεθάνουνε.
Ούτε φάρμακα, ούτε γάλα, ούτε τίποτα υπήρχε.
«Τι χρειαζόμαστε λοιπόν εδώ μέσα εμείς οι γιατροί;» είπε με απελπισία στην Προϊσταμένη.
Του δείξαμε την Ελενίτσα και του είπαμε για τις πατατίτσες που μας ζητούσε… Πάλι μας έβαλε μπροστά. «Μα και πατάτες αν είχατε, μας είπε, δεν έπρεπε να δώστε ευθύς να φάει στο παιδί. Θα πάθει δυσεντερία, που τώρα όλα έτσι τα θερίζει. Γάλα – δεν το καταλάβατε; - γάλα πρέπει να ‘χει το παιδί τούτο, όπως όλα τα παιδιά, για να σωθούνε. Δεν το καταλάβατε ακόμα;» μας έκανε θυμωμένος.
Τι να πούμε όμως εμείς; Ξέραμε πως γάλα δεν υπήρχε…
Ο γιατρός, πριν φύγει από το θάλαμο, πήγε ξανά κοντά στο κρεβατάκι της Ελενίτσας και, με γλυκό τρόπο τώρα, της είπε: «Άμα γίνεις καλά, μικρούλα μου, θα φας τις πατατίτσες. Όχι τώρα! Ακούς;» Και έφυγε.
Η Ελενίτσα δε μίλησε. Κοίταξε το γιατρό, κοίταξε και μας και σώπασε. Σούφρωσε μόνο το στοματάκι της. Ήταν, βλέπεις, από μικρό, μαθημένο καμιά από τις επιθυμίες της να μην της γίνεται. Θα ήταν ίσως και η πρώτη φορά που, στη ζωούλα της τη μικρή, ζήτησε κάτι. Ξεγελάστηκε η Ελενίτσα, από το περιβάλλον, από τις άσπρες ποδιές μας, το καλό χαμόγελο της Προϊσταμένης, και ζήτησε και αυτή κάτι. Στο τέλος είπε: «Δεν πειράζει» και σώπασε και έγειρε το κεφαλάκι πάνω στο μαξιλάρι και έκλεισε τα ματάκια.
Την αφήσαμε. Είχαμε και μεις άλλες δουλειές να κάνουμε, τόσα παιδιά, τόσους αρρώστους να περιποιηθούμε μέσα στο νοσοκομείο. Μπαίναμε, βγαίναμε στις αίθουσες. Ακούγαμε από μακριά, από κάτω στην είσοδο, τη φασαρία που γίνονταν εκεί, τις φωνές των ανθρώπων, που ικέτευαν τη διεύθυνση να μπούνε μέσα στο νοσοκομείο…
«Πού θέλετε, μωρέ, να σας βάλω;» ακούγονταν η δυνατή φωνή του διευθυντή. «Θέλετε να με πνίξετε;... Δεν καταλαβαίνετε ρωμέικα που σας λέω; Δεν υπάρχουν κρεβάτια!»
«Θα περιμένουμε ώσπου ν’ αδειάσει κανένα κρεβάτι», ακούστηκε να λέει μια άγνωστη φωνή.
«Μα, για να αδειάσουν κρεβάτια, πρέπει πρώτα να πεθάνουνε οι άνθρωποι. Ξέρω πότε θα πεθάνει κανείς; Μπορώ να τον βιάσω να πεθάνει;» φώναζε έξω φρενών ο διευθυντής.
Και μείς ξέραμε πως πεθαίνανε αράδα οι άνθρωποι… Μα, μόλις αδειάζανε τα κρεβάτια, έρχονταν άλλοι. Κάνανε καμιά δυο μέρες, και πάλι πεθαίνανε. Και όλοι από το ίδιο πράμα. Εξάντληση, δυσεντερίες από τα σκουπίδια που τρώγανε, κακουχία. Πραγματική αρρώστια δεν υπήρχε. Λιμός! σου λέει ο άλλος. Λιμός! Από αυτό που λένε και δέουνται στην εκκλησία να μην πέσει ποτέ στον κόσμο. Σάματι και μεις οι ίδιες δεν πεινούσαμε; Δε λιγοθυμούσανε οι νοσοκόμες από την πείνα;
Κάποτε κάποτε περνούσα και από την αίθουσα που βρισκόταν η Ελενίτσα. Πήγαινα κοντά της. Μόλις με έβλεπε, χαμογελούσε…
Μα το ίδιο απόγευμα κοκκίνισε από τον πυρετό το προσωπάκι της. Της παρουσιάστηκε η δυσεντερία. Αχ, να είχαμε τουλάχιστο να της δίναμε ρυζόνερο… Μα τίποτα, είπα, δεν είχαμε. Ρύζι; Πού να βρεθεί το ρύζι;… Ούτε γιατρικά είχαμε, ούτε τίποτα… Και σε κοιτάζανε τα μάτια των παιδιών που υποφέρανε, και τίποτε και δεν μπορούσες να τους κάνεις… Τίποτ’ άλλο παρά στο τέλος να τους κλείσεις τα ματάκια αυτά. Θεέ μου!... Μας είχε ο Θεός τόσο εγκαταλείψει;… Τι κακό κάνανε τα παιδιά;…
Το απογευματάκι ήρθε ο αδερφός της να δει την Ελενίτσα. Ήταν μαβής από το κρύο, τα μάτια του πρησμένα από το κλάμα. Κάθισε κοντά στο κρεβατάκι της αδερφούλας του και άκουσα να της λέει, καθώς περνούσα από κει: «Σου ‘φερα ένα παστέλι».
Θα είχε στους δρόμους ζητιανέψει και με τα λεφτά αυτά θα είχε αγοράσει το παστέλι.
Η Ελενίτσα το κοίταξε, λάμψανε τα ματάκια της από ευχαρίστηση, έκανε να το φάει, μα ήτανε πολύ σκληρό και το άφησε.
«Πατατίτσες… είπε. Πατατίτσες τηγανιτές θέλω.»
Το αγόρι άνοιξε καλά τα μάτια του… Καλέ, τι ζητούσε η αδερφή του; Ήταν στα συγκαλά της; Δεν ήξερε πως τέτοια πράματα δεν υπήρχανε πια στον κόσμο; Της είπε το αγόρι μονάχα: «Καλά είσαι εδώ, Ελενίτσα. Αχ, μ’ αφήνεις δίπλα σου να ξαπλώσω; Είμαι τόσο αποσταμένος… Και κρυώνω!... Ξέρεις τι κρύο κάνει έξω;»
Όταν ξαναπέρασα από το θάλαμο, το αγόρι είχε φύγει μαζί μ’ όλες τις επισκέψεις. Η Ελενίτσα όμως έκαιγε από τον πυρετό. Παραμιλούσε. Έσκυψα πάνωθέ της. «Πατατίτσες…», έλεγε και άπλωνε τα χεράκια της.
Κατά το βραδάκι πέρασε ο γιατρός και κοίταξε την Ελενίτσα. Έμοιαζε ξαφνικά γερασμένος, κουρασμένος, θλιμμένος. Και ας ήταν νέος. Έμοιαζε τελευταία να ‘χει γεράσει πολύ. Όλον το χειμώνα είχε δει τόσους αρρώστους, μικρούς και μεγάλους, να πεθαίνουνε – τόσα μάτια παιδιών τον είχαν κοιτάξει, δίχως να μπορεί να τους προσφέρει καμιά βοήθεια, που να, αν και νέος, για λίγους μήνες, τα μαλλιά του ασπρίσανε εδώ στα πλάγια.
«Λοιπόν η Ελενίτσα μας;» τον ρώτησα πηγαίνοντας κοντά του.
Κούνησε το κεφάλι του. «Αν εξακολουθήσει έτσι ο πυρετός και η δυσεντερία…», είπε. Κι αμέσως, παίρνοντας ύφος αγαναχτισμένο, πρόσθεσε: «Τι! Με το φασουλόζουμο θα γιατρευτεί; Ό,τι κάνει η φύσις.» Και, μουτρωμένος που δεν μπορούσε να βοηθήσει σε τίποτα, σηκώθηκε και έφυγε από το θάλαμο των παιδιών.
Έτσι πέρασε όλο εκείνο το βράδυ και το άλλο πρωί.
Η Προϊσταμένη, όταν μπήκε το απόγευμα στο θάλαμο των παιδιών, πήγε κατ’ ευθείαν κοντά στην Ελενίτσα. Όλοι πια την αγαπούσαμε. Ούτε έκλαιγε, ούτε φώναζε σαν τα άλλα παιδιά. Μόνο, σαν περνούσαμε από κει, μας χαμογελούσε.
Σα μανία μόνο της είχε κολλήσει κι όταν παραμιλούσε ακόμα έλεγε: «Θέλω πατατίτσες, πατατίτσες τηγανιτές!» με μια παιδιάστικη επιμονή άρρωστου παιδιού.
Το άλλο πρωί, σαν πέρασε ο γιατρός και την είδε, κατσούφιασε, έμεινε σκεφτικός και ύστερα, με το χέρι του, χάιδεψε τις καστανές μπουκλίτσες της Ελενίτσας. Μας είπε, κοιτάζοντάς μας, θλιμμένος:
«Δώστε της τέλος πάντων να φάει πατατίτσες, να πάει ευχαριστημένο το παιδί…»
«Α!» έκανε η Προϊσταμένη, κουνώντας το κεφάλι της. «Ώστε δεν υπάρχει πια καμιά ελπίδα;» Και αμέσως γύρισε και φώναξε σε μας τις νοσοκόμες, που καθόμαστε και την κοιτάζαμε: «Γλήγορα να μας βρείτε μια δυο πατάτες! Τι με κοιτάτε έτσι; Λέω να τρέξετε να μου οικονομήσετε καμιά πατάτα, να δώσουμε στο παιδί!»
Την κοιτάζαμε την Προϊσταμένη κι είχαμε μείνει άναυδες. Τι να της πούμε; Πως είχε τρελαθεί; Έτρωγε κανένας μας πατάτες; Είχαμε εμείς μισή πατάτα σπίτια μας; Μονάχα οι πολύ πλούσιοι θα ‘χαν, μα κι αυτοί θα τις τρώγανε στα κρυφά, για να μη τους δει κανένας.
Η Προϊσταμένη ήταν μια γυναίκα ενεργητική, που δε δίσταζε ποτέ μπροστά σε καμιά δυσκολία. Είχε κιόλας βρει κάτι με το νου της. Μας είπε: «Να πάει μια από σας, γλήγορα, στο μέγαρο απέναντι. Ξέρω την κυρία που κάθεται. Θα χτυπήσετε την πόρτα δυνατά, ως ότου σας ανοίξουν, και θα πείτε στον υπηρέτη ότι η Προϊσταμένη εδώ του νοσοκομείου σας έστειλε και ότι είναι ανάγκη να δείτε την κυρία. Θα της τα πείτε όλα όπως είναι. Μια πατάτα γυρεύει για ένα παιδάκι που ίσως πεθάνει. Τρέξτε τώρα γλήγορα!»
Έτρεξα εγώ στο απέναντι μέγαρο, χτύπησα δυνατά την πόρτα. Μου άνοιξε ένας λακές, με έβαλε κάτω στα σαλόνια…, περίμενα… Αχ, Θεέ μου, συλλογιζόμουν εγώ διαρκώς, ας κάνουμε γλήγορα, να βαστάξει η Ελενίτσα, ως ότου τις δώσουνε, τις ψήσουνε, τις ετοιμάσουνε τις τηγανιτές πατατίτσες. Με είχε πιάσει νευρικό και δε με χωρούσε ο τόπος.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ....
Έχει επεξεργασθεί από τον/την ΜΑΡΙΟΡΗ στις Τετ Οκτ 19, 2022 10:00 pm, 1 φορά
Απ: ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ
Τέλος φάνηκε η οικοδέσποινα. Της είπα τι συνέβαινε.
«Ευχαρίστως, μου είπε. Δεν έχω πολλές πατάτες. Μπορώ να σας δώσω μια οκά για τους αρρώστους σας.»
Και κουδούνισε και ήρθε πάλι ο λακές. Άμα άκουσε όμως εκείνος πως η κυρά του θα έδινε μια οκά πατάτες στο νοσοκομείο, ευθύς κατέβασε τα μούτρα του και με κοίταξε βλοσυρά, σα να ‘λεγε: «Καρακάξα, να το ‘ξερα, δε θα σ’ άνοιγα την πόρτα!» Μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς και σε λίγο έφερε τις πατάτες.
«Ευχαριστώ», είπα και έφυγα τρέχοντας για το νοσοκομείο.
Φασαρία, συναγερμός στην κουζίνα, μόλις είδαν όλοι τους τις πατάτες. Τις κοιτάζανε όλοι σηκωμένοι από πάνω… Και, όταν τις ψήσανε, μια καθαρίστρια λιγοθύμησε, λέει, από τη μυρουδιά.
Η είδηση ότι φέρανε πατάτες πετούσε από στόμα σε στόμα ως πάνω στους αρρώστους. «Πατατίτσες τηγανιτές κάνουνε κάτω», λέγανε.
Μα η Ελενίτσα, εν τω μεταξύ, όλο και χειροτέρευε. Δεν μπορούσε πια ούτε τα ματάκια της να κρατήσει ανοιχτά. Τα άνοιγε και τα έκλεινε αμέσως. Το χειλάκι της άσπριζε. Κρύωνε.
Ένας βοηθός που πέρασε είπε: «Τι να ‘χει, ρωτάτε; Εξάντληση του οργανισμού. Βάσταξε, βάσταξε το παιδί, εξαντλήθηκε, και η δυσεντερία από πάνω την απέκαμε. Τι νομίζετε; Αυτό μας περιμένει και μας. Θα βγάλουμε και μεις το χειμώνα;»
Είναι μερικοί άνθρωποι, έτσι, που σε αποκαρδιώνουνε, αντί να σου δώσουνε κουράγιο.
Πέρασα κοντά από το κρεβάτι της Ελενίτσας. Τη φωνάζω: «Ελενίτσα!»
«Θα σου φέρουνε, της λέω, πατατίτσες τηγανιτές.»
Έρχεται η Προϊσταμένη. Της χαϊδεύει τα μαλλιά. Την κοιτά η Ελενίτσα, της χαμογελά. Θε μου, τι χαμόγελο έχει το παιδί! Τι χαμόγελο είναι αυτό, όταν πλησιάζεις να σ’ αντικρίσει! Ράισε όλων μας η καρδιά.
Τέλος ήρθανε, φέρανε τις πατατίτσες μέσα σε ένα πιάτο όμορφες, ροδοκόκκινες, καλοτηγανισμένες. Ζευγάρια ματάκια άλλων παιδιών από τα κρεβάτια τους κοιτάζανε!... Ανασηκώνονται…
Μα η Προϊσταμένη λέει δυνατά: «Όχι! Οι πατατίτσες είναι μόνο για την Ελενίτσα!» Και σκύβει πάνω από το κοριτσάκι και της λέει: «Ελενίτσα, να οι πατατίτσες σου! Είναι δικές σου! Σου τις φέραμε… Ελενίτσα!»
Άνοιξε τα μάτια το κοριτσάκι. Μια λάμψη χαράς πέρασε, πριν να σβήσουνε τα ματάκια του. «Α!» έκανε και χαμογέλασε και ανασηκώθηκε κομμάτι στο κρεβάτι και άπλωσε το χεράκι να τις αρπάξει. Αλλά – αχ! – το κεφαλάκι ξαφνικά έγειρε προς τα πίσω πιο άσπρο από πανί. Τα χειλάκια γινήκανε ευθύς μαβιά. Μεγάλοι κύκλοι μαύροι φανήκανε κάτω από τα μάτια.
«Ελενίτσα! Ελενίτσα!» της φωνάζει η Προϊσταμένη.
Λιγοθύμησε η Ελενίτσα!...
Τρέξαμε οι δυο νοσοκόμες που είμαστε εκεί, κοντά στο κρεβατάκι του παιδιού. Και είδαμε το ένα χεράκι πάνω στο σεντόνι να κρατά σφιχτά σφιχτά τις τηγανιτές πατατίτσες. Δεν ήθελε να τις παρατήσει. Ανάσαινε βαθιά και η αγωνία ήταν σύντομη. Μα πάντα βάσταγε τις πατατίτσες τις τηγανιτές. Δεν είχε προφτάσει ούτε στο στόμα της να τις βάλει η Ελενίτσα.
Με δυσκολία μεγάλη η Προϊσταμένη άνοιξε το χεράκι που κρατούσε τις πατατίτσες, για να μην παρουσιαστεί έτσι μπροστά στο Θεό και λυπηθεί Εκείνος και πει: «Α, άνθρωποι τρελοί! Εγώ από όλα τα καλά σας έδωσα στη γη!... Και όμως εσείς αφήσατε την τελευταία στιγμή για να δώσετε στην Ελενίτσα λιγάκι φαΐ;»
Τα σταύρωσε λοιπόν τα χεράκια η Προϊσταμένη για να παρουσιαστεί έτσι, χωρίς πατατίτσες, μπροστά Του η Ελενίτσα. Με αδειανά και σταυρωμένα χεράκια. Στο Θεό, που καλούσε τα φτωχά παιδιά κοντά Του, για να τα βγάλει από την κόλαση της ζωής.
.
ΤΕΛΟΣ...
.
Λιλίκα Νάκου, «Η ΚΟΛΑΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ» - απόσπασμα δημοσιευμένο στη σειρά «ΤΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΜΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ», 5ο τόμο, σελ. 91, εκδόσεις Μ. Πεχλιβανίδης & Σία Α.Ε. – κεντρική πώλησις: Ατλαντίς, Κοραή 8 Αθήνα
«Ευχαρίστως, μου είπε. Δεν έχω πολλές πατάτες. Μπορώ να σας δώσω μια οκά για τους αρρώστους σας.»
Και κουδούνισε και ήρθε πάλι ο λακές. Άμα άκουσε όμως εκείνος πως η κυρά του θα έδινε μια οκά πατάτες στο νοσοκομείο, ευθύς κατέβασε τα μούτρα του και με κοίταξε βλοσυρά, σα να ‘λεγε: «Καρακάξα, να το ‘ξερα, δε θα σ’ άνοιγα την πόρτα!» Μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς και σε λίγο έφερε τις πατάτες.
«Ευχαριστώ», είπα και έφυγα τρέχοντας για το νοσοκομείο.
Φασαρία, συναγερμός στην κουζίνα, μόλις είδαν όλοι τους τις πατάτες. Τις κοιτάζανε όλοι σηκωμένοι από πάνω… Και, όταν τις ψήσανε, μια καθαρίστρια λιγοθύμησε, λέει, από τη μυρουδιά.
Η είδηση ότι φέρανε πατάτες πετούσε από στόμα σε στόμα ως πάνω στους αρρώστους. «Πατατίτσες τηγανιτές κάνουνε κάτω», λέγανε.
Μα η Ελενίτσα, εν τω μεταξύ, όλο και χειροτέρευε. Δεν μπορούσε πια ούτε τα ματάκια της να κρατήσει ανοιχτά. Τα άνοιγε και τα έκλεινε αμέσως. Το χειλάκι της άσπριζε. Κρύωνε.
Ένας βοηθός που πέρασε είπε: «Τι να ‘χει, ρωτάτε; Εξάντληση του οργανισμού. Βάσταξε, βάσταξε το παιδί, εξαντλήθηκε, και η δυσεντερία από πάνω την απέκαμε. Τι νομίζετε; Αυτό μας περιμένει και μας. Θα βγάλουμε και μεις το χειμώνα;»
Είναι μερικοί άνθρωποι, έτσι, που σε αποκαρδιώνουνε, αντί να σου δώσουνε κουράγιο.
Πέρασα κοντά από το κρεβάτι της Ελενίτσας. Τη φωνάζω: «Ελενίτσα!»
«Θα σου φέρουνε, της λέω, πατατίτσες τηγανιτές.»
Έρχεται η Προϊσταμένη. Της χαϊδεύει τα μαλλιά. Την κοιτά η Ελενίτσα, της χαμογελά. Θε μου, τι χαμόγελο έχει το παιδί! Τι χαμόγελο είναι αυτό, όταν πλησιάζεις να σ’ αντικρίσει! Ράισε όλων μας η καρδιά.
Τέλος ήρθανε, φέρανε τις πατατίτσες μέσα σε ένα πιάτο όμορφες, ροδοκόκκινες, καλοτηγανισμένες. Ζευγάρια ματάκια άλλων παιδιών από τα κρεβάτια τους κοιτάζανε!... Ανασηκώνονται…
Μα η Προϊσταμένη λέει δυνατά: «Όχι! Οι πατατίτσες είναι μόνο για την Ελενίτσα!» Και σκύβει πάνω από το κοριτσάκι και της λέει: «Ελενίτσα, να οι πατατίτσες σου! Είναι δικές σου! Σου τις φέραμε… Ελενίτσα!»
Άνοιξε τα μάτια το κοριτσάκι. Μια λάμψη χαράς πέρασε, πριν να σβήσουνε τα ματάκια του. «Α!» έκανε και χαμογέλασε και ανασηκώθηκε κομμάτι στο κρεβάτι και άπλωσε το χεράκι να τις αρπάξει. Αλλά – αχ! – το κεφαλάκι ξαφνικά έγειρε προς τα πίσω πιο άσπρο από πανί. Τα χειλάκια γινήκανε ευθύς μαβιά. Μεγάλοι κύκλοι μαύροι φανήκανε κάτω από τα μάτια.
«Ελενίτσα! Ελενίτσα!» της φωνάζει η Προϊσταμένη.
Λιγοθύμησε η Ελενίτσα!...
Τρέξαμε οι δυο νοσοκόμες που είμαστε εκεί, κοντά στο κρεβατάκι του παιδιού. Και είδαμε το ένα χεράκι πάνω στο σεντόνι να κρατά σφιχτά σφιχτά τις τηγανιτές πατατίτσες. Δεν ήθελε να τις παρατήσει. Ανάσαινε βαθιά και η αγωνία ήταν σύντομη. Μα πάντα βάσταγε τις πατατίτσες τις τηγανιτές. Δεν είχε προφτάσει ούτε στο στόμα της να τις βάλει η Ελενίτσα.
Με δυσκολία μεγάλη η Προϊσταμένη άνοιξε το χεράκι που κρατούσε τις πατατίτσες, για να μην παρουσιαστεί έτσι μπροστά στο Θεό και λυπηθεί Εκείνος και πει: «Α, άνθρωποι τρελοί! Εγώ από όλα τα καλά σας έδωσα στη γη!... Και όμως εσείς αφήσατε την τελευταία στιγμή για να δώσετε στην Ελενίτσα λιγάκι φαΐ;»
Τα σταύρωσε λοιπόν τα χεράκια η Προϊσταμένη για να παρουσιαστεί έτσι, χωρίς πατατίτσες, μπροστά Του η Ελενίτσα. Με αδειανά και σταυρωμένα χεράκια. Στο Θεό, που καλούσε τα φτωχά παιδιά κοντά Του, για να τα βγάλει από την κόλαση της ζωής.
.
ΤΕΛΟΣ...
.
Λιλίκα Νάκου, «Η ΚΟΛΑΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ» - απόσπασμα δημοσιευμένο στη σειρά «ΤΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΜΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ», 5ο τόμο, σελ. 91, εκδόσεις Μ. Πεχλιβανίδης & Σία Α.Ε. – κεντρική πώλησις: Ατλαντίς, Κοραή 8 Αθήνα
Σελίδα 1 από 1
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης