Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ
Σελίδα 1 από 1
Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ
Αυτό το διήμερο είναι αφιερωμένο στα πουλιά. Μπορείτε κάνοντας κλικ εδώ:
http://tetartaki.blogspot.com/2009/10/blog-post.html
να διαβάσετε όλες τις σχετικές πληροφορίες για τις εκδηλώσεις που θα γίνουν για να τιμήσουμε τους φτερωτούς μας φίλους.
http://tetartaki.blogspot.com/2009/10/blog-post.html
να διαβάσετε όλες τις σχετικές πληροφορίες για τις εκδηλώσεις που θα γίνουν για να τιμήσουμε τους φτερωτούς μας φίλους.
Εμείς, ως ΔΩΔΕΚΑΤΟ ΒΙΒΛΙΟ, θα τιμήσουμε αυτό το διήμερο με τι άλλο; Με αναγνώσματα που μιλούν για τα πουλιά!
Απ: Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ
ΑΠΟ:
ΤΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΜΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ - ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ - Εκδόσεις Μ. Πεχλιβανίδη & ΣΙΑ - Επιμέλεια Άλκη Τροπαιάτη - Δημήτρη Γιάκου
Στην εξοχή μαζεύαμε ξύλα για το χειμώνα. Μας τα 'φερνε ο μπαρμπα - Αναστάσης, ο ξυλοκόπος. Είχε μια καλύβα στην άκρη του βουνού. Σαν τύχαινε ν' ανεβούμε καμιά φορά ίσαμε τα ριζά του, ακουγόταν το πριονιστήρι του ξυλοκόπου. Κάπου μια λεύγα μακριά. Πηγαίναμε συχνά ίσαμε κει, περίπατο με τη δασκάλα μας, τη μαμζέλ Τερέζ. Ξαποσταίναμε κάτω από τα έλατα, πλάι στην πηγή, που το νερό της μας κρουστάλλιαζε τα χείλη.
Ο μπαρμπα - Αναστάσης μας φίλευε γάλα, που μόλις τ' άρμεξε από τη γίδα του, φρέσκο τυρί και φρούτα. Τρώγαμε με όρεξη. Αρχίζαμε έπειτα το μάθημα. Εγώ, η Όλκα κι ο Χριστόφορος. Μιλούσαμε γαλλικά. Η μαμζέλ Τερέζ έλεγε πως έτσι μοναχά θα μαθαίναμε τη γλώσσα. Ο Χριστόφορος δεν τα κατάφερνε καθόλου καλά. Εγώ, έτσι κι έτσι. Μα η Όλγα τιτίβιζε τα γαλλικά της σα γαλιάντρα. Τη ζηλεύαμε.
Μια τέτοια φορά ήρθε και κάθισε κοντά μας ο Αυρήλης - ο γιος του ξυλοκόπου. Πήγε πρώτα και σταμάτησε το πριονιστήρι. Να μπορούμε ν' ακουγόμαστε ανενόχλητοι από το θόρυβό του. Ήτανε μερικά χρόνια μεγαλύτερός μας.
Κι ήτανε ξανθός, γαλανός κι ανυπόδητος. Με λιοκαμένο μέτωπο και μπράτσα.
Ο Αυρήλης μας άκουγε κι απορούσε. Φαινότανε από τα μάτια του. Εκείνος δεν ήξερε άλλη γλώσσα από τη μητρική του. Τώρα αφουγκραζότανε την Όλκα κι όλο θαύμαζε. Κοίταζα τα μισανοιγμένα του χείλη με την άκρη του ματιού μου.
Μ' άρεσε η σιωπή του.
- Αυρήλη, δεν έρχεσαι πιο κοντά; Ν' ακούς καλύτερα;
- Δεν πειράζει, Ιβάν Ιβάνοβιτς. Καλά 'μαι και δω. Σας ακούω.
Σας αποτελειώσαμε το μάθημα, πήγα να μου δείξει το πριονιστήρι. Ήτανε δική του εφεύρεση, μου 'πε. Πίσω από την καλύβα του πατέρα του έπεφτε ένας καταρράχτης. Ο Αυρήλης έπιασε και τοποθέτησε αντίκρυ της ορμής του μια ρόδα. Το νερό κυλούσε ορμητικό. Την κινούσε. Η ρόδα πάλι, μ' ένα λουρί περασμένο στον άξονά της, κινούσε ένα μοχλό. Κι έτσι δούλευε το πριονιστήρι.
Θαύμαζα σιωπηλός, ίσαμε που το βλέμμα του καρφώθηκε σ' ένα βιβλίο που κρατούσα.
- Τι είναι αυτό, Ιβάν Ιβάνοβιτς;
- Γεωγραφία, Αυρήλη...
- Γεωγραφία; για να ιδώ...
Ξεφύλλισε τα πρώτα φύλλα. Θαμπώθηκε από τις ζωγραφιές.
- Τι δείχνει εδώ;
Έσκυψα να ιδώ.
- Το Παρίσι, Αυρήλη.
- Το Παρίσι; Τι είναι το Παρίσι;
- Πρωτεύουσα της Γαλλίας, είπα περήφανα, ευχαριστημένος που μου δινότανε η ευκαιρία να δείξω τη σοφία μου.
- Της Γαλλίας, επανέλαβε.
Σωπάσαμε λίγες στιγμές.
- Η μαμζέλ Τερέζ σου το 'μαθε αυτό;
- Όχι... Το διάβασα εδώ.
Κι έδειξα τη λεζάντα της εικόνας.
- Α, το γράφει εκεί... θαύμασε.
- Η Γεωγραφία μας μαθαίνει πολλά πράγματα, συνέχισα εγώ. Πρώτα απ' όλα, πως η γη είναι στρογγυλή. Έπειτα πως το φεγγάρι δεν έχει δικό του φως, μα παίρνει από τον ήλιο...
- Τον ήλιο τον βλέπουμε πως είναι στρογγυλός, στοχάστηκε ο Αυρήλης. Μα τη γη, ποιος την είδε; Μπορεί κανένας άνθρωπος να την ιδεί;
Ήμουνα έτοιμος να μην τον αφήσω απορημένο για το ότι η γη είναι στρογγυλή. Μα άκουσα τη φωνή της μαμζέλ Τερέζ που με φώναζε. Φεύγαμε.
Πήρα από τα χέρια του Αυρήλη τη Γεωγραφία. Το 'δειξε με τα μάτια του πως λυπήθηκε. Μα ήμουνα βιαστικός. Χαιρετιστήκαμε.
- Να ξανάρθεις, Βάνια. Θέλω να μου πεις κι άλλα πράγματα για τη Γεωγραφία.
Καθώς φεύγαμε, ξανάβαλε μπρος το πριονιστήρι. Ακούγαμε το τρίξιμό του ίσαμε να βγούμε από την ακροδασιά...
Γενήκαμε φίλοι με τον Αυρήλη. Το 'σκαγα από το σπίτι, να πάω να τον βρω. Με τη Γεωγραφία "υπό μάλης". Τ' άρεσε του Αυρήλη η Γεωγραφία. Όσα ήξερα απ' αυτή, τα 'μαθε νεράκι.
Με πρόσμενε κάθε απόγεμα πλάι στο πριονιστήρι. Κι αν τύχαινε να μην πάω, την άλλη μέρα ήτανε πικραμένος πολύ.
Σαν καθόμουνα ν' ανασάνω, γιατί η ανηφοριά μου 'κοβε την ανάσα, μου πρόσφερε γάλα. Το 'πινα μονορούφι κι απορούσα:
- Σπίτι, σαν μου το δίνουν, δε μπορώ να το πιω.
- Εδώ το πίνεις, γιατί μ' αγαπάς, μου 'λεγε. Και γελούσε.
Κατόπι περπατούσαμε κι όλο λέγαμε κάτι για τα πέρατα του κόσμου. Ο Αυρήλης ξεφύλλιζε τη Γεωγραφία. Σα θα μεγάλωνε, θα 'κανε ταξίδια. Θα πήγαινε ως την Αμερική. Το 'λεγε και στράφτανε τα μάτια του. Εγώ κοντά του άρχισα να μη θαρρώ τον εαυτό μου καλύτερο. Τι, μήπως τα γαλλικά που συλλάβιζα κι η Γεωγραφία μού φτάνανε για να 'μαι ανώτερός του; Κι ο Αυρήλης μήπως δεν ήξερε τόσα και τόσα, που ο δικός μου ο νους δε θα τα χώραγε ποτές;
Αυρήλη, παρακαλούσα, κάνε μου το σκύλο.
Κι εκείνος φούσκωνε παράξενα το στόμα του: "Γάου - γάου", ίδιο σκυλί.
Μα και τη γάτα ήξερε να κάνει ο Αυρήλης και το λύκο.
- Αυρήλη, πού άκουσες το λύκο;
- Στο δάσος. Τυχαίνει και κατεβαίνει καμιά φορά. Τις νύχτες, το χειμώνα.
Ανατρίχιαζα σύγκορμος, μα δεν το 'δειχνα. Μην και ταπεινωθώ.
- Κάνε μου τώρα και το σπίνο.
Καλόβολος εκείνος, κελαδούσε για χάρη μου. Κελαδούσε σαν όλα τα πουλιά που 'κρυβε το δάσος.
- Αυρήλη, δε σ' έχω άξιο να κελαδήσεις σαν τ' αηδόνι.
Απόμεινε σκεφτικός.
- Α! Τ' αηδόνι είναι δύσκολο, Βάνια. Ποιος μπορεί να κελαηδήσει σαν τ' αηδόνι; Το άκουσες ποτέ;
- Όχι. Εσύ;
- Τ' ακούω, τη νύχτα, τα ξημερώματα. Ξυπνάω και τ' ακούω. Ποιος ξέρει πού να 'ναι κρυμμένο, Βάνια. Είναι σαν παραμύθι...
Σώπασε και με κοίταξε στα μάτια.
- Θέλεις να 'ρθεις μια νύχτα να τ' ακούσεις; Θα πάμε βαθιά στο δάσος. Εκεί θ' ακούσεις αηδόνια πολλά.
Σκέφτηκα λίγο.
- Μόνο νύχτα κελαηδεί, Αυρήλη;
- Τη νύχτα... Το ξημέρωμα.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΤΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΜΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ - ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ - Εκδόσεις Μ. Πεχλιβανίδη & ΣΙΑ - Επιμέλεια Άλκη Τροπαιάτη - Δημήτρη Γιάκου
ΓΙΑ Ν' ΑΚΟΥΣΟΥΜΕ ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ...
Του Γιάννη Αηδονόπουλου (1916 - 1944 )
Στην εξοχή μαζεύαμε ξύλα για το χειμώνα. Μας τα 'φερνε ο μπαρμπα - Αναστάσης, ο ξυλοκόπος. Είχε μια καλύβα στην άκρη του βουνού. Σαν τύχαινε ν' ανεβούμε καμιά φορά ίσαμε τα ριζά του, ακουγόταν το πριονιστήρι του ξυλοκόπου. Κάπου μια λεύγα μακριά. Πηγαίναμε συχνά ίσαμε κει, περίπατο με τη δασκάλα μας, τη μαμζέλ Τερέζ. Ξαποσταίναμε κάτω από τα έλατα, πλάι στην πηγή, που το νερό της μας κρουστάλλιαζε τα χείλη.
Ο μπαρμπα - Αναστάσης μας φίλευε γάλα, που μόλις τ' άρμεξε από τη γίδα του, φρέσκο τυρί και φρούτα. Τρώγαμε με όρεξη. Αρχίζαμε έπειτα το μάθημα. Εγώ, η Όλκα κι ο Χριστόφορος. Μιλούσαμε γαλλικά. Η μαμζέλ Τερέζ έλεγε πως έτσι μοναχά θα μαθαίναμε τη γλώσσα. Ο Χριστόφορος δεν τα κατάφερνε καθόλου καλά. Εγώ, έτσι κι έτσι. Μα η Όλγα τιτίβιζε τα γαλλικά της σα γαλιάντρα. Τη ζηλεύαμε.
Μια τέτοια φορά ήρθε και κάθισε κοντά μας ο Αυρήλης - ο γιος του ξυλοκόπου. Πήγε πρώτα και σταμάτησε το πριονιστήρι. Να μπορούμε ν' ακουγόμαστε ανενόχλητοι από το θόρυβό του. Ήτανε μερικά χρόνια μεγαλύτερός μας.
Κι ήτανε ξανθός, γαλανός κι ανυπόδητος. Με λιοκαμένο μέτωπο και μπράτσα.
Ο Αυρήλης μας άκουγε κι απορούσε. Φαινότανε από τα μάτια του. Εκείνος δεν ήξερε άλλη γλώσσα από τη μητρική του. Τώρα αφουγκραζότανε την Όλκα κι όλο θαύμαζε. Κοίταζα τα μισανοιγμένα του χείλη με την άκρη του ματιού μου.
Μ' άρεσε η σιωπή του.
- Αυρήλη, δεν έρχεσαι πιο κοντά; Ν' ακούς καλύτερα;
- Δεν πειράζει, Ιβάν Ιβάνοβιτς. Καλά 'μαι και δω. Σας ακούω.
Σας αποτελειώσαμε το μάθημα, πήγα να μου δείξει το πριονιστήρι. Ήτανε δική του εφεύρεση, μου 'πε. Πίσω από την καλύβα του πατέρα του έπεφτε ένας καταρράχτης. Ο Αυρήλης έπιασε και τοποθέτησε αντίκρυ της ορμής του μια ρόδα. Το νερό κυλούσε ορμητικό. Την κινούσε. Η ρόδα πάλι, μ' ένα λουρί περασμένο στον άξονά της, κινούσε ένα μοχλό. Κι έτσι δούλευε το πριονιστήρι.
Θαύμαζα σιωπηλός, ίσαμε που το βλέμμα του καρφώθηκε σ' ένα βιβλίο που κρατούσα.
- Τι είναι αυτό, Ιβάν Ιβάνοβιτς;
- Γεωγραφία, Αυρήλη...
- Γεωγραφία; για να ιδώ...
Ξεφύλλισε τα πρώτα φύλλα. Θαμπώθηκε από τις ζωγραφιές.
- Τι δείχνει εδώ;
Έσκυψα να ιδώ.
- Το Παρίσι, Αυρήλη.
- Το Παρίσι; Τι είναι το Παρίσι;
- Πρωτεύουσα της Γαλλίας, είπα περήφανα, ευχαριστημένος που μου δινότανε η ευκαιρία να δείξω τη σοφία μου.
- Της Γαλλίας, επανέλαβε.
Σωπάσαμε λίγες στιγμές.
- Η μαμζέλ Τερέζ σου το 'μαθε αυτό;
- Όχι... Το διάβασα εδώ.
Κι έδειξα τη λεζάντα της εικόνας.
- Α, το γράφει εκεί... θαύμασε.
- Η Γεωγραφία μας μαθαίνει πολλά πράγματα, συνέχισα εγώ. Πρώτα απ' όλα, πως η γη είναι στρογγυλή. Έπειτα πως το φεγγάρι δεν έχει δικό του φως, μα παίρνει από τον ήλιο...
- Τον ήλιο τον βλέπουμε πως είναι στρογγυλός, στοχάστηκε ο Αυρήλης. Μα τη γη, ποιος την είδε; Μπορεί κανένας άνθρωπος να την ιδεί;
Ήμουνα έτοιμος να μην τον αφήσω απορημένο για το ότι η γη είναι στρογγυλή. Μα άκουσα τη φωνή της μαμζέλ Τερέζ που με φώναζε. Φεύγαμε.
Πήρα από τα χέρια του Αυρήλη τη Γεωγραφία. Το 'δειξε με τα μάτια του πως λυπήθηκε. Μα ήμουνα βιαστικός. Χαιρετιστήκαμε.
- Να ξανάρθεις, Βάνια. Θέλω να μου πεις κι άλλα πράγματα για τη Γεωγραφία.
Καθώς φεύγαμε, ξανάβαλε μπρος το πριονιστήρι. Ακούγαμε το τρίξιμό του ίσαμε να βγούμε από την ακροδασιά...
Γενήκαμε φίλοι με τον Αυρήλη. Το 'σκαγα από το σπίτι, να πάω να τον βρω. Με τη Γεωγραφία "υπό μάλης". Τ' άρεσε του Αυρήλη η Γεωγραφία. Όσα ήξερα απ' αυτή, τα 'μαθε νεράκι.
Με πρόσμενε κάθε απόγεμα πλάι στο πριονιστήρι. Κι αν τύχαινε να μην πάω, την άλλη μέρα ήτανε πικραμένος πολύ.
Σαν καθόμουνα ν' ανασάνω, γιατί η ανηφοριά μου 'κοβε την ανάσα, μου πρόσφερε γάλα. Το 'πινα μονορούφι κι απορούσα:
- Σπίτι, σαν μου το δίνουν, δε μπορώ να το πιω.
- Εδώ το πίνεις, γιατί μ' αγαπάς, μου 'λεγε. Και γελούσε.
Κατόπι περπατούσαμε κι όλο λέγαμε κάτι για τα πέρατα του κόσμου. Ο Αυρήλης ξεφύλλιζε τη Γεωγραφία. Σα θα μεγάλωνε, θα 'κανε ταξίδια. Θα πήγαινε ως την Αμερική. Το 'λεγε και στράφτανε τα μάτια του. Εγώ κοντά του άρχισα να μη θαρρώ τον εαυτό μου καλύτερο. Τι, μήπως τα γαλλικά που συλλάβιζα κι η Γεωγραφία μού φτάνανε για να 'μαι ανώτερός του; Κι ο Αυρήλης μήπως δεν ήξερε τόσα και τόσα, που ο δικός μου ο νους δε θα τα χώραγε ποτές;
Αυρήλη, παρακαλούσα, κάνε μου το σκύλο.
Κι εκείνος φούσκωνε παράξενα το στόμα του: "Γάου - γάου", ίδιο σκυλί.
Μα και τη γάτα ήξερε να κάνει ο Αυρήλης και το λύκο.
- Αυρήλη, πού άκουσες το λύκο;
- Στο δάσος. Τυχαίνει και κατεβαίνει καμιά φορά. Τις νύχτες, το χειμώνα.
Ανατρίχιαζα σύγκορμος, μα δεν το 'δειχνα. Μην και ταπεινωθώ.
- Κάνε μου τώρα και το σπίνο.
Καλόβολος εκείνος, κελαδούσε για χάρη μου. Κελαδούσε σαν όλα τα πουλιά που 'κρυβε το δάσος.
- Αυρήλη, δε σ' έχω άξιο να κελαδήσεις σαν τ' αηδόνι.
Απόμεινε σκεφτικός.
- Α! Τ' αηδόνι είναι δύσκολο, Βάνια. Ποιος μπορεί να κελαηδήσει σαν τ' αηδόνι; Το άκουσες ποτέ;
- Όχι. Εσύ;
- Τ' ακούω, τη νύχτα, τα ξημερώματα. Ξυπνάω και τ' ακούω. Ποιος ξέρει πού να 'ναι κρυμμένο, Βάνια. Είναι σαν παραμύθι...
Σώπασε και με κοίταξε στα μάτια.
- Θέλεις να 'ρθεις μια νύχτα να τ' ακούσεις; Θα πάμε βαθιά στο δάσος. Εκεί θ' ακούσεις αηδόνια πολλά.
Σκέφτηκα λίγο.
- Μόνο νύχτα κελαηδεί, Αυρήλη;
- Τη νύχτα... Το ξημέρωμα.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Απ: Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ
ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Η Όλγα και ο Χριστόφορος μου κρατούσανε κάκια που τους παρατούσα τόσο συχνά. Κακιώσανε και με τον Αυρήλη, το γιο του ξυλοκόπου. Σαν μάλιστα τους ζήτησα και τη Γεωγραφία να του την χαρίσω - ιδιοκτηρία των τριών μας ήτανε - τ' αρνηθήκανε ορθά κοφτά.
Κρίμας. Γιατί ο Αυρήλης την πεθυμούσε τόσο πολύ. Δεν του μαρτύρησα την αληθινή αιτία που δεν την ξανάδε. Δικαιολογήθηκα πως χάθηκε.
- Δεν πειράζει. Θα σου λέω κάθε τι που μας μαθαίνει η μαμζέλ Τερέζ, τον παρηγόρησα.
Και μελετούσα για χάρη του πιο πολύ. Μάζευα και λεφτά, να του αγοράσω μια άλλη Γεωγραφία. Δώρο.
Μ' άρπαζε καμιά φορά από το χέρι.
- Βάνια, θα ταξιδέψουμε ποτές μαζί, σα μεγαλώσουμε;
- Ξέρω κι εγώ; απαντούσα.
- Βάνια, εμείς να μη χωρίσουμε, έλεγε. Να μη χωρίσουμε ποτές!
Ξεμακραίναμε στο δάσος. Το καλοκαίρι προχωρούσε. Τα έλατα μοσκομυρίζανε. Στο πριονιστήρι του μπαρμπα - Αναστάση, στοίβες σωριάζουνταν τα ξύλα. Μοναχά τ' αηδόνι δεν είχα ακούσει...
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Η Όλγα και ο Χριστόφορος μου κρατούσανε κάκια που τους παρατούσα τόσο συχνά. Κακιώσανε και με τον Αυρήλη, το γιο του ξυλοκόπου. Σαν μάλιστα τους ζήτησα και τη Γεωγραφία να του την χαρίσω - ιδιοκτηρία των τριών μας ήτανε - τ' αρνηθήκανε ορθά κοφτά.
Κρίμας. Γιατί ο Αυρήλης την πεθυμούσε τόσο πολύ. Δεν του μαρτύρησα την αληθινή αιτία που δεν την ξανάδε. Δικαιολογήθηκα πως χάθηκε.
- Δεν πειράζει. Θα σου λέω κάθε τι που μας μαθαίνει η μαμζέλ Τερέζ, τον παρηγόρησα.
Και μελετούσα για χάρη του πιο πολύ. Μάζευα και λεφτά, να του αγοράσω μια άλλη Γεωγραφία. Δώρο.
Μ' άρπαζε καμιά φορά από το χέρι.
- Βάνια, θα ταξιδέψουμε ποτές μαζί, σα μεγαλώσουμε;
- Ξέρω κι εγώ; απαντούσα.
- Βάνια, εμείς να μη χωρίσουμε, έλεγε. Να μη χωρίσουμε ποτές!
Ξεμακραίναμε στο δάσος. Το καλοκαίρι προχωρούσε. Τα έλατα μοσκομυρίζανε. Στο πριονιστήρι του μπαρμπα - Αναστάση, στοίβες σωριάζουνταν τα ξύλα. Μοναχά τ' αηδόνι δεν είχα ακούσει...
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Απ: Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ
ΣΥΝΕΧΕΙΑ
- Τ' ακούς κάθε νύχτα; ρωτούσα τον Αυρήλη.
- Ποιο, Βάνια;
- Τ' αηδόνι, Αυρήλη... Είναι πάντα σαν παραμύθι;
- Σαν παραμύθι, Βάνια. Και ξέρεις τι; Χτες μου 'πε, πως θέλει να 'ρθεις και συ να τ' ακούσεις.
Εκείνη τη στιγμή μας προσπερνούσε ο δραγάτης με το δίκανο στον ώμο.
- Ε, παιδιά... Για πού; Βραδιάζει. Γυρίστε σπίτι σας.
- Μείνε ήσυχος, κυρ Θωμά, γυρίζουμε.
Και τον ξεγελούσαμε. Μα ίσαμε να μας προσπεράσει. Έπειτα ξεμακραίναμε. Όλο και πιο βαθιά. Κι ο Αυρήλης κελαηδούσε τον κορυδαλλό...
Ξεπορτίζω κατά τα μεσάνυχτα. Σαν όλοι κοιμούνται... Ακροπατάω στα νύχια μέσα στ' ολοσκότεινο σπίτι. Στην τραπεζαρία, φέγγει ο φωσφόρος στους αριθμούς του ρολογιού. Κοντεύουν μεσάνυχτα.
Στην ξώπορτα, η αφέγγαρη νύχτα μου φέρνει δισταγμούς.
Μα μόνο μια στιγμή. Η σκέψη πως ο Αυρήλης με προσμένει τους νικά.
Νάτος που με προλαβαίνει στην ακροδασιά. Παίρνει το χέρι μου στα δικά του και νιώθω μέσα στο σκοτάδι να με κοιτάζει κατάματα.
- Φοβάσαι;
Γελώ ψιθυριστά και λέω ψέματα:
- Να φοβηθώ; Γιατί;
Προχωρούμε μέσα στα έλατα. Μυρουδιά μέντας μας μεθά κι ελαφρό αγεράκι παιχνιδίζει στα φυλλώματα.
- Κρυώνεις; με ξαναρωτά.
Και τότε προσέχω πως στη βιασύνη μου δε φόρεσα σακάκι. Βγάζει το δικό του και μου το δίνει. Αρνιέμαι επίμονα.
- Φόρα το, σου λέω... Εγώ είμαι συνηθισμένος. Καμιά φορά τη νύχτα βγαίνω ξέστηθος. Μ' αρέσει να μου χτυπάει τούτο το αγέρι την καρδιά!
Παύει απότομα και με σέρνει πίσω από κάτι θάμνους.
- Σςς... Μη μιλάς. Είναι ο κυρ Θωμάς. Κάνει τη νυχτερινή του βόλτα.
Ακούμε βήματα στα ξερόφυλλα. Μια φωτίτσα αναβοσβήνει μέσα στο σκοτάδι. Είναι η πίπα του κυρ Θωμά.
Κρατώ την ανάσα μου, σα να 'μαι κλέφτης. Μα όπως ξεμακραίνει ο δραγάτης, αναθαρρεύω. Τ' άστρα είναι τόσο όμορφα στον ουρανό. Η μέντα ευωδιάζει τόσο.
- Πού πάμε, Αυρήλη;
- Στους κέδρους. Εκεί έχει ένα αηδόνι. Μα ένα αηδόνι!... Σταματά η καρδιά σου σαν τ' ακούς...
Ανηφορίζουμε. Αφήνουμε ξοπίσω μας τα έλατα. Κι όταν φτάνουμε, τα ψηλά δέντρα μπλέκουν πάνω από τα κεφάλια μας τα κλαδιά τους σα σε στέγη. Δε μαντεύεις τίποτα μέσα στη σιωπή. Είναι σα να 'φυγες από τη γη. Σα να 'χασες τους δρόμους της.
Ο Αυρήλης σωριάζει χλόη στη ρίζα του κέδρου. Καθόμαστε και σιωπούμε. Είμαστε σα μερμήγκια κάτου από τους πανύψηλους κορμούς. Πόση ώρα πέρασε έτσι; Άξαφνα, ένα φτεροκόπημα αναταράζει τον Αυρήλη. Υψώνει το μέτωπο. Μου σφίγγει το μπράτσο. Μια δυο στιγμές κι αφήνουμαι στην προσδοκία. Μέσα στα φυλλώματα, μέσα από τη σιωπή, αρχίζει το τραγούδι, που κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να ξαναπεί. Μια δυο τρίλιες. Σα να δοκιμάζει καλλιτέχνης το χούρδισμα του βιολιού του, πριν αρχίσει. Λίγη σιωπή ανάμεσά τους κι αρχίζει η μελωδία. Σα θρόισμα μεταξιού στην αρχή. Κι έπειτα, δεν ξέρω πώς και γιατί, σαν κάτι ασημένιο.
Καλά το 'πε ο Αυρήλης. Σταματά η καρδιά. Δεν ακούω τη δική μου. Μόνο θαρρώ πως μ' άγγιξε με το μαγικό ραβδί της μάγισσα παραμυθιού. Κι αισθάνομαι ευτυχισμένος. Ακουμπώ το κεφάλι μου στον ώμο του Αυρήλη που 'ναι ακίνητος - σαν άγαλμα - κι ακούω. Το δάσος, τα δέντρα, το χώμα ριγούνε. Στα φυλλώματα οι ψιθυρισμοί σωπάσανε. Τ' άλλα πουλιά, συλλογιέμαι, ακούν και ζηλεύουνε.
Και τ' άστρα; Τι μπορεί να συλλογιούνται τ' άστρα; Φτάνει, ίσαμε εκεί ψηλά που τρεμοσβήνουν, το τραγούδι τ' αηδονιού; Γιατί δεν έρχονται πιο χαμηλά; Πόσο τα λυπάμαι που έχουνε καρφωθεί στον ουρανό...
Άξαφνα το κελάδημα κόβεται. Το αηδόνι φτερουγίζει σ' άλλο κλαδί. Ξαναρχίζει. Κι έπειτα πιο πέρα. Κι έπειτα πιο μακριά!
- Αυρήλη, ρωτάω, πώς είναι το αηδόνι;
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
- Τ' ακούς κάθε νύχτα; ρωτούσα τον Αυρήλη.
- Ποιο, Βάνια;
- Τ' αηδόνι, Αυρήλη... Είναι πάντα σαν παραμύθι;
- Σαν παραμύθι, Βάνια. Και ξέρεις τι; Χτες μου 'πε, πως θέλει να 'ρθεις και συ να τ' ακούσεις.
Εκείνη τη στιγμή μας προσπερνούσε ο δραγάτης με το δίκανο στον ώμο.
- Ε, παιδιά... Για πού; Βραδιάζει. Γυρίστε σπίτι σας.
- Μείνε ήσυχος, κυρ Θωμά, γυρίζουμε.
Και τον ξεγελούσαμε. Μα ίσαμε να μας προσπεράσει. Έπειτα ξεμακραίναμε. Όλο και πιο βαθιά. Κι ο Αυρήλης κελαηδούσε τον κορυδαλλό...
Ξεπορτίζω κατά τα μεσάνυχτα. Σαν όλοι κοιμούνται... Ακροπατάω στα νύχια μέσα στ' ολοσκότεινο σπίτι. Στην τραπεζαρία, φέγγει ο φωσφόρος στους αριθμούς του ρολογιού. Κοντεύουν μεσάνυχτα.
Στην ξώπορτα, η αφέγγαρη νύχτα μου φέρνει δισταγμούς.
Μα μόνο μια στιγμή. Η σκέψη πως ο Αυρήλης με προσμένει τους νικά.
Νάτος που με προλαβαίνει στην ακροδασιά. Παίρνει το χέρι μου στα δικά του και νιώθω μέσα στο σκοτάδι να με κοιτάζει κατάματα.
- Φοβάσαι;
Γελώ ψιθυριστά και λέω ψέματα:
- Να φοβηθώ; Γιατί;
Προχωρούμε μέσα στα έλατα. Μυρουδιά μέντας μας μεθά κι ελαφρό αγεράκι παιχνιδίζει στα φυλλώματα.
- Κρυώνεις; με ξαναρωτά.
Και τότε προσέχω πως στη βιασύνη μου δε φόρεσα σακάκι. Βγάζει το δικό του και μου το δίνει. Αρνιέμαι επίμονα.
- Φόρα το, σου λέω... Εγώ είμαι συνηθισμένος. Καμιά φορά τη νύχτα βγαίνω ξέστηθος. Μ' αρέσει να μου χτυπάει τούτο το αγέρι την καρδιά!
Παύει απότομα και με σέρνει πίσω από κάτι θάμνους.
- Σςς... Μη μιλάς. Είναι ο κυρ Θωμάς. Κάνει τη νυχτερινή του βόλτα.
Ακούμε βήματα στα ξερόφυλλα. Μια φωτίτσα αναβοσβήνει μέσα στο σκοτάδι. Είναι η πίπα του κυρ Θωμά.
Κρατώ την ανάσα μου, σα να 'μαι κλέφτης. Μα όπως ξεμακραίνει ο δραγάτης, αναθαρρεύω. Τ' άστρα είναι τόσο όμορφα στον ουρανό. Η μέντα ευωδιάζει τόσο.
- Πού πάμε, Αυρήλη;
- Στους κέδρους. Εκεί έχει ένα αηδόνι. Μα ένα αηδόνι!... Σταματά η καρδιά σου σαν τ' ακούς...
Ανηφορίζουμε. Αφήνουμε ξοπίσω μας τα έλατα. Κι όταν φτάνουμε, τα ψηλά δέντρα μπλέκουν πάνω από τα κεφάλια μας τα κλαδιά τους σα σε στέγη. Δε μαντεύεις τίποτα μέσα στη σιωπή. Είναι σα να 'φυγες από τη γη. Σα να 'χασες τους δρόμους της.
Ο Αυρήλης σωριάζει χλόη στη ρίζα του κέδρου. Καθόμαστε και σιωπούμε. Είμαστε σα μερμήγκια κάτου από τους πανύψηλους κορμούς. Πόση ώρα πέρασε έτσι; Άξαφνα, ένα φτεροκόπημα αναταράζει τον Αυρήλη. Υψώνει το μέτωπο. Μου σφίγγει το μπράτσο. Μια δυο στιγμές κι αφήνουμαι στην προσδοκία. Μέσα στα φυλλώματα, μέσα από τη σιωπή, αρχίζει το τραγούδι, που κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να ξαναπεί. Μια δυο τρίλιες. Σα να δοκιμάζει καλλιτέχνης το χούρδισμα του βιολιού του, πριν αρχίσει. Λίγη σιωπή ανάμεσά τους κι αρχίζει η μελωδία. Σα θρόισμα μεταξιού στην αρχή. Κι έπειτα, δεν ξέρω πώς και γιατί, σαν κάτι ασημένιο.
Καλά το 'πε ο Αυρήλης. Σταματά η καρδιά. Δεν ακούω τη δική μου. Μόνο θαρρώ πως μ' άγγιξε με το μαγικό ραβδί της μάγισσα παραμυθιού. Κι αισθάνομαι ευτυχισμένος. Ακουμπώ το κεφάλι μου στον ώμο του Αυρήλη που 'ναι ακίνητος - σαν άγαλμα - κι ακούω. Το δάσος, τα δέντρα, το χώμα ριγούνε. Στα φυλλώματα οι ψιθυρισμοί σωπάσανε. Τ' άλλα πουλιά, συλλογιέμαι, ακούν και ζηλεύουνε.
Και τ' άστρα; Τι μπορεί να συλλογιούνται τ' άστρα; Φτάνει, ίσαμε εκεί ψηλά που τρεμοσβήνουν, το τραγούδι τ' αηδονιού; Γιατί δεν έρχονται πιο χαμηλά; Πόσο τα λυπάμαι που έχουνε καρφωθεί στον ουρανό...
Άξαφνα το κελάδημα κόβεται. Το αηδόνι φτερουγίζει σ' άλλο κλαδί. Ξαναρχίζει. Κι έπειτα πιο πέρα. Κι έπειτα πιο μακριά!
- Αυρήλη, ρωτάω, πώς είναι το αηδόνι;
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Απ: Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ
ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Και μου απαντάει: Το και το. Είναι μικρόσωμο. Άλλα πουλιά είναι ομορφότερά του, μα τι τα θες; Σαν το αηδόνι άλλο πουλί δεν είναι. Είδε κι αητό. Τον είχε πληγώσει ένας κυνηγός μια φορά. Είναι ωραίος, μα κρώζει άσκημα. Κι από τα μικρά πουλιά κανένα δεν το φτάνει.
Πώς; Μήπως η καρδερίνα κι ο σπίνος;
Εκείνα δα είναι που είναι ψεύτικα. Πουλιά του κλουβιού. Τ’ αηδόνι δεν μπορεί να μείνει στα σίδερα. Πεθαίνει από τον καημό του...
- Αυτό τ’ ακούω για πρώτη φορά.
- Κι εγώ, Αυρήλη, που θα σε παρακαλούσα να μου σκλάβωνες ένα; Θα το σκλάβωνες για χάρη μου;
Μου ψιθυρίζει:
- Αν ζούσε στο κλουβί, θα σου ‘φερνα ένα. Μα τότες δε θα ‘τανε όμορφο. Η ομορφιά είναι μέσα στην ελευθερία. Θες ν’ ακούς το κελάδημά του; Να ‘ρχεσαι δω.
«Τι παράξενο παιδί που ‘ναι ο Αυρήλης», συλλογιέμαι. Και πόσο τον αγαπώ! Να, τώρα βρίσκουμαι μακριά από το σπίτι μου. Στο δάσος. Κι είναι νύχτα βαθιά. Όμως, κανένας φόβος, καμιά τύψη δε με βασανίζει κοντά του. Μόνο που άξαφνα αναταράζεται. Σηκώνεται από δίπλα μου απότομα κι ακούει μες τη σιγή.
- Αυρήλη, τι είναι;
- Τίποτα, τίποτα, μ’ ησυχάζει. Μόνο, ας φύγουμε.
- Πώς; Δε θα μείνουμε ίσαμε το ξημέρωμα; Συ δεν είπες πως το ξημέρωμα είναι που είναι υπέροχο τ’ αηδόνι;
Μια παράξενη φωνή ακούγεται. Μέσα στη νύχτα.
- Πάμε, πάμε, βιάζεται ο Αυρήλης. Μ’ αδράχνει απ’ το μπράτσο. Φεύγουμε βιαστικοί...
- Αυρήλη, τι είναι;
Η φωνή ξανακούγεται κι ο Αυρήλης δεν απαντά.
Θε μου, πού την έχω ξανακούσει αυτή τη φωνή; Πού την ξανάκουσα; Μια στιγμή σφίγγεται η καρδιά μου από την ανάμνηση. Μα ναι, από τον ίδιο τον Αυρήλη την ξανάκουσα.
- Είναι λύκος, Αυρήλη; ρωτάω πνιχτά.
Περνάει το μπράτσο του στον ώμο μου.
- Μη φοβάσαι. Δεν μας προλαβαίνει. Κι έπειτα... Δες αυτό!
Μου δείχνει μια αστραπή μέσα στη φούχτα του. Μαχαίρι!
Κι η φωνή ξανακούγεται. Κι είναι τόσο κοντινή. Γύρω μας, καθώς περνάμε, το δάσος ριγά. Τ’ αηδόνι σπαράζει τώρα. Κι εμείς, σαν κυνηγημένοι, όλο και προχωρούμε. Προχωρούμε σφιγμένοι. Ο ένας κοντά στον άλλον.
Δυο σπίθες μας κόψανε το δρόμο.
- Τα μάτια του... Αυρήλη...
Τον νιώθω να με σέρνει πλάγια. Ίσαμε τον κορμό ενός δέντρου.
- Σκαρφαλώνεις ψηλά; με ρωτά ήρεμος.
- Γιατί, Αυρήλη; Γιατί;
- Ανέβα γρήγορα, Βάνια. Ανέβα!
- Θα ‘ρθης και συ...
- Θα ‘ρθω.
Πατάω το πόδι μου σ’ ένα ρόζο. Έπειτα σ’ άλλον... Χωρίς να το νιώσω βρέθηκα στο πρώτο κλαδί. Γυρίζω να δω πίσω μου. Οι σπίθες λάμπουν τώρα στο δέντρο μπροστά. Το αγρίμι γρυλίζει βραχνά κι έπειτα ορμά. Η άσπρη μπλούζα του Αυρήλη ανακατεύεται πάνω σε μια μαύρη κηλίδα. Σχίζεται...
- Αυρήλη, φωνάζω. Αυρήλη!...
- Βάνια, φυλάξου! Ανέβα πιο ψηλά, πιο ψηλά, μου φωνάζει.
Μα δεν καταλαβαίνω τι μου λέει. Βάζω τις φωνές.
- Βοήθεια, βοήθεια...
Σιωπή... Μονάχα η πάλη, εκεί δα, μπροστά μου, συνεχίζεται. Τα μάτια του λύκου λάμπουνε φριχτά. Βοήθεια! Μα δε θά ‘ρθει, λοιπόν, κανένας;
- Βάνια... Μην ξεχάσεις τ’ αηδόνι, φωνάζει ο Αυρήλης. Η φωνή του είναι πιο πολύ ψίθυρος, παρά φωνή.
Κλαίω... Τα δάκρυα μού φλογίζουν τα βλέφαρα. Πιο κάτω πυρώνουνε στα μάγουλά μου. Το παραμύθι της νύχτας γίνεται εφιάλτης. Σα σ’ όνειρο ακούγω ανθρώπινη φωνή.
- Κυρ Θωμά, σώσε τον... Κυρ Θωμά!...
Και ξεκρεμιέμαι αναίσθητος απ’ το κλαδί μου, καθώς το βόλι ξεκινά από την κάνη καταπάνω στις φλογερές σπίθες...
Φθινοπωριάζει. Μέρες τώρα. Θα ‘ρθούνε βροχές. Κι εμείς αύριο φεύγουμε για την πόλη. Το σπίτι είναι ανάστατο. Η μαμζέλ Τερέζ ταχτοποιεί τα βιβλία μας σε μια κασέλα.
- Όχι, αυτό μην το κλειδώσετε, της λέει η Όλκα, καθώς εκείνη πιάνει στα χέρια της εκείνη τη Γεωγραφία. Θα διαβάσω απόψε.
Και με κοιτά, χαμογελώντας λυπημένα. Με την Όλκα έχουμε μια συμφωνία.
Κατά το μεσημέρι έρχεται ο μπαρμπα – Αναστάσης με τα τελευταία του ξύλα. Φοράει κρέπι στ’ αριστερό χέρι. Κρύβουμαι, να μη τον δω. Ωστόσο ακούγω τις κουβέντες του με τη μητέρα.
- Πώς πάει το πριονιστήρι, μπαρμπα – Αναστάση;
- Ε, πώς να πάει; Ας τα πούμε καλά. Μόνο που δεν τα καλοπροφταίνω. Δυο χέρια... μόνος.
Τον παρακολουθώ από την κρυψώνα μου που ξεμακραίνει κι ύστερα βγαίνω. Πάω να συναντήσω την Όλκα και το Χριστόφορο.
Η Όλκα κρατάει στα χέρια της τη Γεωγραφία. Κινάμε, οι τρεις μας, για το δάσος. Κόβομε δρόμο, να μην απαντήσουμε τον ξυλοκόπο. Ανηφορίζουμε. Το δάσος αναδίνει υγρασία. Κι είναι σαν πάντα του σιωπηλό. μα τώρα η σιωπή του μοιάζει πεθαμένη. Είναι σα να πέθανε μέσα του η ψυχή του καλοκαιριού. Τα βήματά μας θροούνε πάνω στα πεσμένα του φύλλα. Προσπερνάμε τα έλατα... Φτάνουμε στους κέδρους. Κι είμαστε αμίλητοι. Σταματάμε μπροστά σ’ ένα λιθάρι πελεκητό. Κάτω από τον κέδρο το μεγάλο. Πάνω του χαράξανε σταυρό και γράμματα.
Γονατίζουμε κι οι τρεις μας. Ο Χριστόφορος βγάζει το καπέλο του. Εγώ δε φορώ. Μου ανεμίζει ο αγέρας τα μαλλιά. Το ίδιο και της Όλκας. Κλαίω. Κατόπι η Όλκα μου δίνει στα χέρια τη Γεωγραφία. Παίρνει το Χριστόφορο και φεύγουν. Βγάζω το μαντίλι μου και σκουπίζω τα δάκρυά μου. Μ’ ένα σουγιά πασχίζω ν’ ανοίξω ένα λάκκο στο χώμα. Ένα λάκκο τόσο δα. Ίσα ίσα που να χωρά τη Γεωγραφία. Την αποθέτω μέσα σου. Ρίχνω πάνω της δυο τρεις φούχτες χώμα. Έπειτα περισσότερο. Χάνεται η Γεωγραφία από τα μάτια μου.
- Τι άλλο θέλεις, Αυρήλη; ψιθυρίζω... Ταξίδεψε μέσα στον ύπνο σου στα πέρατα του κόσμου. Πάρε τη Γεωγραφία μας. Σου τη χαρίζουμε μ’ όλη την καρδιά μας. Εδώ που ‘σαι, θα ‘ρχεται και τ’ αηδόνι που αγαπάς, να σου κελαηδά τις νύχτες και τα ξημερώματα...
Ένα χέρι ακουμπά στον ώμο μου ελαφρά. Είναι ο κυρ Θωμάς, ο δραγάτης, με το δίκανό του στον ώμο.
- Άιντε... Πάμε, παιδί μου, ψιθυρίζει.
Φεύγω περπατώντας κοντά του, χωρίς να κοιτάξω πίσω μου.
Ο κυρ Θωμάς καπνίζει την πίπα του. Στον ουρανό βαραίνουν κάτι σύννεφα γκρίζα.
- Αύριο φεύγουμε, του λέω – έτσι, για να πω κάτι...
- Ε, με το καλό... και του χρόνου, μου εύχεται.
Πριν χωριστούμε, στην ακροδασιά, τον ρωτώ, αδιάφορος τάχα:
- Κυρ Θωμά, τ’ αηδόνια κελαηδάνε και το χειμώνα;
Συλλογιέται λιγάκι.
- Όχι, παιδί μου... Μόνο την άνοιξη. Το Μάη αρχίζουνε.
Θαρρώ πως θα με πάρουνε ξανά τα κλάματα. Το καταλαβαίνει.
- Μη στενοχωριέσαι όμως, παιδί μου. Ποιος ξέρει; Μπορεί φέτος να κελαηδήσει ένα αηδόνι και το χειμώνα. Γιατί να μη γίνει κι αυτό; Ίσαμε σήμερα αηδόνι να κελαηδά μέρα δεν ματάκουσα. Μα εδώ και λίγον καιρό ένα αηδόνι έρχεται στο μεγάλο κέδρο και κελαηδά ως και τη μέρα...
Τόνε κοιτάω απορημένος. Να τα λέει σοβαρά;
Εκείνος τραβάει μια ρουφηξιά από την πίπα του και μου δίνει το χέρι.
- Ναι, ναι, κελαηδάει ως και τη μέρα. Ποιος το λέει πως δε θα ‘ρχεται και το χειμώνα να κελαηδά στο μεγάλο κέδρο;
- Δε θα ‘ναι ψέματα, σκέφτομαι. Και φεύγω τρεχάτος, γιατί αρχίζει η πρώτη φθινοπωρινή νεροποντή...
Και μου απαντάει: Το και το. Είναι μικρόσωμο. Άλλα πουλιά είναι ομορφότερά του, μα τι τα θες; Σαν το αηδόνι άλλο πουλί δεν είναι. Είδε κι αητό. Τον είχε πληγώσει ένας κυνηγός μια φορά. Είναι ωραίος, μα κρώζει άσκημα. Κι από τα μικρά πουλιά κανένα δεν το φτάνει.
Πώς; Μήπως η καρδερίνα κι ο σπίνος;
Εκείνα δα είναι που είναι ψεύτικα. Πουλιά του κλουβιού. Τ’ αηδόνι δεν μπορεί να μείνει στα σίδερα. Πεθαίνει από τον καημό του...
- Αυτό τ’ ακούω για πρώτη φορά.
- Κι εγώ, Αυρήλη, που θα σε παρακαλούσα να μου σκλάβωνες ένα; Θα το σκλάβωνες για χάρη μου;
Μου ψιθυρίζει:
- Αν ζούσε στο κλουβί, θα σου ‘φερνα ένα. Μα τότες δε θα ‘τανε όμορφο. Η ομορφιά είναι μέσα στην ελευθερία. Θες ν’ ακούς το κελάδημά του; Να ‘ρχεσαι δω.
«Τι παράξενο παιδί που ‘ναι ο Αυρήλης», συλλογιέμαι. Και πόσο τον αγαπώ! Να, τώρα βρίσκουμαι μακριά από το σπίτι μου. Στο δάσος. Κι είναι νύχτα βαθιά. Όμως, κανένας φόβος, καμιά τύψη δε με βασανίζει κοντά του. Μόνο που άξαφνα αναταράζεται. Σηκώνεται από δίπλα μου απότομα κι ακούει μες τη σιγή.
- Αυρήλη, τι είναι;
- Τίποτα, τίποτα, μ’ ησυχάζει. Μόνο, ας φύγουμε.
- Πώς; Δε θα μείνουμε ίσαμε το ξημέρωμα; Συ δεν είπες πως το ξημέρωμα είναι που είναι υπέροχο τ’ αηδόνι;
Μια παράξενη φωνή ακούγεται. Μέσα στη νύχτα.
- Πάμε, πάμε, βιάζεται ο Αυρήλης. Μ’ αδράχνει απ’ το μπράτσο. Φεύγουμε βιαστικοί...
- Αυρήλη, τι είναι;
Η φωνή ξανακούγεται κι ο Αυρήλης δεν απαντά.
Θε μου, πού την έχω ξανακούσει αυτή τη φωνή; Πού την ξανάκουσα; Μια στιγμή σφίγγεται η καρδιά μου από την ανάμνηση. Μα ναι, από τον ίδιο τον Αυρήλη την ξανάκουσα.
- Είναι λύκος, Αυρήλη; ρωτάω πνιχτά.
Περνάει το μπράτσο του στον ώμο μου.
- Μη φοβάσαι. Δεν μας προλαβαίνει. Κι έπειτα... Δες αυτό!
Μου δείχνει μια αστραπή μέσα στη φούχτα του. Μαχαίρι!
Κι η φωνή ξανακούγεται. Κι είναι τόσο κοντινή. Γύρω μας, καθώς περνάμε, το δάσος ριγά. Τ’ αηδόνι σπαράζει τώρα. Κι εμείς, σαν κυνηγημένοι, όλο και προχωρούμε. Προχωρούμε σφιγμένοι. Ο ένας κοντά στον άλλον.
Δυο σπίθες μας κόψανε το δρόμο.
- Τα μάτια του... Αυρήλη...
Τον νιώθω να με σέρνει πλάγια. Ίσαμε τον κορμό ενός δέντρου.
- Σκαρφαλώνεις ψηλά; με ρωτά ήρεμος.
- Γιατί, Αυρήλη; Γιατί;
- Ανέβα γρήγορα, Βάνια. Ανέβα!
- Θα ‘ρθης και συ...
- Θα ‘ρθω.
Πατάω το πόδι μου σ’ ένα ρόζο. Έπειτα σ’ άλλον... Χωρίς να το νιώσω βρέθηκα στο πρώτο κλαδί. Γυρίζω να δω πίσω μου. Οι σπίθες λάμπουν τώρα στο δέντρο μπροστά. Το αγρίμι γρυλίζει βραχνά κι έπειτα ορμά. Η άσπρη μπλούζα του Αυρήλη ανακατεύεται πάνω σε μια μαύρη κηλίδα. Σχίζεται...
- Αυρήλη, φωνάζω. Αυρήλη!...
- Βάνια, φυλάξου! Ανέβα πιο ψηλά, πιο ψηλά, μου φωνάζει.
Μα δεν καταλαβαίνω τι μου λέει. Βάζω τις φωνές.
- Βοήθεια, βοήθεια...
Σιωπή... Μονάχα η πάλη, εκεί δα, μπροστά μου, συνεχίζεται. Τα μάτια του λύκου λάμπουνε φριχτά. Βοήθεια! Μα δε θά ‘ρθει, λοιπόν, κανένας;
- Βάνια... Μην ξεχάσεις τ’ αηδόνι, φωνάζει ο Αυρήλης. Η φωνή του είναι πιο πολύ ψίθυρος, παρά φωνή.
Κλαίω... Τα δάκρυα μού φλογίζουν τα βλέφαρα. Πιο κάτω πυρώνουνε στα μάγουλά μου. Το παραμύθι της νύχτας γίνεται εφιάλτης. Σα σ’ όνειρο ακούγω ανθρώπινη φωνή.
- Κυρ Θωμά, σώσε τον... Κυρ Θωμά!...
Και ξεκρεμιέμαι αναίσθητος απ’ το κλαδί μου, καθώς το βόλι ξεκινά από την κάνη καταπάνω στις φλογερές σπίθες...
Φθινοπωριάζει. Μέρες τώρα. Θα ‘ρθούνε βροχές. Κι εμείς αύριο φεύγουμε για την πόλη. Το σπίτι είναι ανάστατο. Η μαμζέλ Τερέζ ταχτοποιεί τα βιβλία μας σε μια κασέλα.
- Όχι, αυτό μην το κλειδώσετε, της λέει η Όλκα, καθώς εκείνη πιάνει στα χέρια της εκείνη τη Γεωγραφία. Θα διαβάσω απόψε.
Και με κοιτά, χαμογελώντας λυπημένα. Με την Όλκα έχουμε μια συμφωνία.
Κατά το μεσημέρι έρχεται ο μπαρμπα – Αναστάσης με τα τελευταία του ξύλα. Φοράει κρέπι στ’ αριστερό χέρι. Κρύβουμαι, να μη τον δω. Ωστόσο ακούγω τις κουβέντες του με τη μητέρα.
- Πώς πάει το πριονιστήρι, μπαρμπα – Αναστάση;
- Ε, πώς να πάει; Ας τα πούμε καλά. Μόνο που δεν τα καλοπροφταίνω. Δυο χέρια... μόνος.
Τον παρακολουθώ από την κρυψώνα μου που ξεμακραίνει κι ύστερα βγαίνω. Πάω να συναντήσω την Όλκα και το Χριστόφορο.
Η Όλκα κρατάει στα χέρια της τη Γεωγραφία. Κινάμε, οι τρεις μας, για το δάσος. Κόβομε δρόμο, να μην απαντήσουμε τον ξυλοκόπο. Ανηφορίζουμε. Το δάσος αναδίνει υγρασία. Κι είναι σαν πάντα του σιωπηλό. μα τώρα η σιωπή του μοιάζει πεθαμένη. Είναι σα να πέθανε μέσα του η ψυχή του καλοκαιριού. Τα βήματά μας θροούνε πάνω στα πεσμένα του φύλλα. Προσπερνάμε τα έλατα... Φτάνουμε στους κέδρους. Κι είμαστε αμίλητοι. Σταματάμε μπροστά σ’ ένα λιθάρι πελεκητό. Κάτω από τον κέδρο το μεγάλο. Πάνω του χαράξανε σταυρό και γράμματα.
Γονατίζουμε κι οι τρεις μας. Ο Χριστόφορος βγάζει το καπέλο του. Εγώ δε φορώ. Μου ανεμίζει ο αγέρας τα μαλλιά. Το ίδιο και της Όλκας. Κλαίω. Κατόπι η Όλκα μου δίνει στα χέρια τη Γεωγραφία. Παίρνει το Χριστόφορο και φεύγουν. Βγάζω το μαντίλι μου και σκουπίζω τα δάκρυά μου. Μ’ ένα σουγιά πασχίζω ν’ ανοίξω ένα λάκκο στο χώμα. Ένα λάκκο τόσο δα. Ίσα ίσα που να χωρά τη Γεωγραφία. Την αποθέτω μέσα σου. Ρίχνω πάνω της δυο τρεις φούχτες χώμα. Έπειτα περισσότερο. Χάνεται η Γεωγραφία από τα μάτια μου.
- Τι άλλο θέλεις, Αυρήλη; ψιθυρίζω... Ταξίδεψε μέσα στον ύπνο σου στα πέρατα του κόσμου. Πάρε τη Γεωγραφία μας. Σου τη χαρίζουμε μ’ όλη την καρδιά μας. Εδώ που ‘σαι, θα ‘ρχεται και τ’ αηδόνι που αγαπάς, να σου κελαηδά τις νύχτες και τα ξημερώματα...
Ένα χέρι ακουμπά στον ώμο μου ελαφρά. Είναι ο κυρ Θωμάς, ο δραγάτης, με το δίκανό του στον ώμο.
- Άιντε... Πάμε, παιδί μου, ψιθυρίζει.
Φεύγω περπατώντας κοντά του, χωρίς να κοιτάξω πίσω μου.
Ο κυρ Θωμάς καπνίζει την πίπα του. Στον ουρανό βαραίνουν κάτι σύννεφα γκρίζα.
- Αύριο φεύγουμε, του λέω – έτσι, για να πω κάτι...
- Ε, με το καλό... και του χρόνου, μου εύχεται.
Πριν χωριστούμε, στην ακροδασιά, τον ρωτώ, αδιάφορος τάχα:
- Κυρ Θωμά, τ’ αηδόνια κελαηδάνε και το χειμώνα;
Συλλογιέται λιγάκι.
- Όχι, παιδί μου... Μόνο την άνοιξη. Το Μάη αρχίζουνε.
Θαρρώ πως θα με πάρουνε ξανά τα κλάματα. Το καταλαβαίνει.
- Μη στενοχωριέσαι όμως, παιδί μου. Ποιος ξέρει; Μπορεί φέτος να κελαηδήσει ένα αηδόνι και το χειμώνα. Γιατί να μη γίνει κι αυτό; Ίσαμε σήμερα αηδόνι να κελαηδά μέρα δεν ματάκουσα. Μα εδώ και λίγον καιρό ένα αηδόνι έρχεται στο μεγάλο κέδρο και κελαηδά ως και τη μέρα...
Τόνε κοιτάω απορημένος. Να τα λέει σοβαρά;
Εκείνος τραβάει μια ρουφηξιά από την πίπα του και μου δίνει το χέρι.
- Ναι, ναι, κελαηδάει ως και τη μέρα. Ποιος το λέει πως δε θα ‘ρχεται και το χειμώνα να κελαηδά στο μεγάλο κέδρο;
- Δε θα ‘ναι ψέματα, σκέφτομαι. Και φεύγω τρεχάτος, γιατί αρχίζει η πρώτη φθινοπωρινή νεροποντή...
ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΗΔΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
Σελίδα 1 από 1
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης