ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΜΥΘΙ ΜΥΘΙ ΤΟ ΚΟΥΚΙ ΚΑΙ ΤΟ ΡΕΒΙΘΙ!
Σελίδα 1 από 1
ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΜΥΘΙ ΜΥΘΙ ΤΟ ΚΟΥΚΙ ΚΑΙ ΤΟ ΡΕΒΙΘΙ!
ΟΙ ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ
Μια φορά ήταν μια γριά κι είχε μια κόρη και την έστελνε και μάζευε χορταράκια.
Μια μέρα του Μαγιού, που ήταν γεμάτα τα χωράφια από λουλούδια και τα δέντρα όλα άνοιγαν φύλλα, εμπήκεν η κόρη σ’ ένα χωράφι κι αντί να μαζεύει χόρτα, εμάζευε παπαρούνες! Είχε και μια βελόνα και τις έραβε στο φουστάνι της.
Εκεί που στολίστηκε, μάτια μου, από πάνω ως κάτω, επέρασαν οι τρεις Μοίρες και, άμα την είδαν, εγέλασαν. Εγέλασε και η πιο μικρή, που ποτέ της δεν είχε γελάσει.
Της λένε λοιπόν οι Μοίρες:
- Αφού έκαμες και γέλασε η αδερφή μας, τι να σ’ ευχηθούμε; Αυτά τα λουλούδια που φορείς να γίνουν μπριλάντια και διαμάντια, της είπεν η πρώτη. Η δεύτερη της λέει:
- Να γίνεις η ωραία του κόσμου και, όσο μιλείς, ρόδα και τριαντάφυλλα να πέφτουν απ’ το στόμα σου.
Της λέει και η τρίτη, η πιο μικρή:
- Εσύ που μ’ έκαμες και γέλασα, τώρα θα περάσει ο βασιλιάς, αυτή την ώρα, να σε πάρει γυναίκα του. Θα χάσει το νου του που θα σε ιδεί.
Αυτή γίνηκε αλλιώτικη. Τέλος, μάτια μου, περνά μέσα στην ώρα ο βασιλιάς και, καθώς την είδε, θάμπωσαν τα μάτια του κι εσάστισε απ’ την ομορφιά της και της λέει:
- Άνθρωπος είσαι ή φάντασμα;
Λέει:
- Άνθρωπος.
Εκείνος τότε της λέει:
- Πλησίασε κοντά μου. Και την παίρνει και την βάζει απάνω στ’ άλογό του και την πάει στη μητέρα του.
Η μητέρα του, καθώς την είδε, του λέει:
- Βρε παιδάκι μου, τι είναι αυτό; τέτοιο πράμα, φάντασμα είναι.
- Όχι, μητέρα μου, λέει, γυναίκα είναι, μη στενοχωριέσαι.
Να μην τα πολυλογούμε, από δω είχε από κει είχε την παίρνει γυναίκα. Περνούσαν ζωή ωραία.
Μια μέρα κει που κάθονταν στην κάμαρα και του χτένιζε το κεφάλι, αυτή γέλασε. Της λέει ο βασιλιάς:
- Γιατί γελάς;
- Αχ, λέει, μάτια μου, τι να σου πω! γελώ, γιατί μου φάνηκε το γένι σου σαν τη σκούπα του παλατιού μας.
- Α, για το Θεό, λέει αμέσως ο βασιλιάς, ως αυτού μ’ έριξες;
Προσκαλεί τη δωδεκάδα, για να ιδούνε τι θ’ αποφασίσουν. Κι αυτοί του είπαν να τη σκοτώσει.
Τότε λοιπόν οι Μοίρες, που την εμοίραναν, κατάλαβαν τι της γινόταν.
- Για ιδές, λένε, η παλαβή τι έπαθε! και κάνουν τρεις φρεγάδες, γενήκαν τρεις νέοι ωραίοι και πάνε σ’ αυτό το μέρος. Και αρχινούν να κανονιέρουν.
- Ήρθαν τρία βασιλικά, τρία βασιλικά καράβια! έτρεχαν ο κόσμος να ιδούν τα καράβια.
Βάζει τη στολή του ο βασιλέας να πάει να υποδεχθεί τους ξένους. Του λένε λοιπόν οι ξένοι:
- Εμάθαμε πως έχετε την αδερφή μας, που την είχαμε χαμένη.
- Μάλιστα, λέει ο βασιλέας και ήταν κατατρομαγμένος.
Παίρνει λοιπόν αυτός τους νέους και τους πάει στο παλάτι. Ετοιμάζουν φαγητά, κάθονται τρώνε, λένε:
- Θέλουμε να δούμε την αδερφή μας.
Πάνε λοιπόν στην κάμαρα της βασίλισσας και της λένε:
- Βρε συ, τι σού ‘ρθε να του πεις τέτοιο πράμα; Δεν φτάνει που σε κάναμε βασίλισσα, μόν’ ήθελες να κάμεις τέτοια προσβολή του βασιλέα; Αποφάσισε να σε σκοτώσει. Μα επειδή είμαστε οι Μοίρες που σε μοιράναμε, που έκαμες την αδερφή μας και γέλασε, πάρε τούτο το σκουπάκι που είναι όλο διαμάντι και μπριλάντι και κρέμασέ το από πίσω απ’ την πόρτα. Και αν τυχόν μπει ο βασιλιάς και πει τι είναι τούτο, να του πεις:
- Βασιλέα μου, αυτό είναι εκείνο που σου ‘πα, γιατί εμείς τέτοια έχουμε μέσ’ στο παλάτι. Να φανείς πως είσαι τόσο πλούσια, κι άλλη φορά να ‘σαι προσεκτική. Γιατί, κακομοίρα, επειδή έκαμες την αδερφή μας κι εγέλασε, γι’ αυτό κι εμείς σου κάναμε αυτή τη χάρη, γιατί είχε σκοπό ο βασιλέας να σε αποκεφαλίσει.
Την χαιρετούν λοιπόν αυτοί, τους αποχαιρετά ο βασιλέας, μπαίνουν στις φρεγάδες τους και φεύγουν.
Γυρίζει λοιπόν ο βασιλέας στο παλάτι και πάει στης βασίλισσας την κάμαρα. Εκεί που πάει να κλείσει την πόρτα, βλέπει ένα ολόχρυσο πράμα, το σκουπάκι το ωραίο, και κρέμονταν στην πόρτα, που άστραψαν τα μάτια του. Λέει:
- Τι ‘ναι αυτό το πράμα;
- Είναι αυτό που σου ‘πα πως μοιάζει το γένι σου.
Αυτός σαν τ’ άκουσε λέει: «Α, άδικα ήθελα να τη σκοτώσω την καημένη. Αυτή δεν το έκαμε για να με καταφρονέσει, μόνο το ‘καμε να με τιμήσει κι εγώ το πήρα διαφορετικά».
Κι αγαπίζει με την γυναίκα του και ζήσαν καλά κι εμείς καλύτερα.
Μήτε εγώ ήμουν εκεί μήτε συ να το πιστέψεις.
Εκεί που στολίστηκε, μάτια μου, από πάνω ως κάτω, επέρασαν οι τρεις Μοίρες και, άμα την είδαν, εγέλασαν. Εγέλασε και η πιο μικρή, που ποτέ της δεν είχε γελάσει.
Της λένε λοιπόν οι Μοίρες:
- Αφού έκαμες και γέλασε η αδερφή μας, τι να σ’ ευχηθούμε; Αυτά τα λουλούδια που φορείς να γίνουν μπριλάντια και διαμάντια, της είπεν η πρώτη. Η δεύτερη της λέει:
- Να γίνεις η ωραία του κόσμου και, όσο μιλείς, ρόδα και τριαντάφυλλα να πέφτουν απ’ το στόμα σου.
Της λέει και η τρίτη, η πιο μικρή:
- Εσύ που μ’ έκαμες και γέλασα, τώρα θα περάσει ο βασιλιάς, αυτή την ώρα, να σε πάρει γυναίκα του. Θα χάσει το νου του που θα σε ιδεί.
Αυτή γίνηκε αλλιώτικη. Τέλος, μάτια μου, περνά μέσα στην ώρα ο βασιλιάς και, καθώς την είδε, θάμπωσαν τα μάτια του κι εσάστισε απ’ την ομορφιά της και της λέει:
- Άνθρωπος είσαι ή φάντασμα;
Λέει:
- Άνθρωπος.
Εκείνος τότε της λέει:
- Πλησίασε κοντά μου. Και την παίρνει και την βάζει απάνω στ’ άλογό του και την πάει στη μητέρα του.
Η μητέρα του, καθώς την είδε, του λέει:
- Βρε παιδάκι μου, τι είναι αυτό; τέτοιο πράμα, φάντασμα είναι.
- Όχι, μητέρα μου, λέει, γυναίκα είναι, μη στενοχωριέσαι.
Να μην τα πολυλογούμε, από δω είχε από κει είχε την παίρνει γυναίκα. Περνούσαν ζωή ωραία.
Μια μέρα κει που κάθονταν στην κάμαρα και του χτένιζε το κεφάλι, αυτή γέλασε. Της λέει ο βασιλιάς:
- Γιατί γελάς;
- Αχ, λέει, μάτια μου, τι να σου πω! γελώ, γιατί μου φάνηκε το γένι σου σαν τη σκούπα του παλατιού μας.
- Α, για το Θεό, λέει αμέσως ο βασιλιάς, ως αυτού μ’ έριξες;
Προσκαλεί τη δωδεκάδα, για να ιδούνε τι θ’ αποφασίσουν. Κι αυτοί του είπαν να τη σκοτώσει.
Τότε λοιπόν οι Μοίρες, που την εμοίραναν, κατάλαβαν τι της γινόταν.
- Για ιδές, λένε, η παλαβή τι έπαθε! και κάνουν τρεις φρεγάδες, γενήκαν τρεις νέοι ωραίοι και πάνε σ’ αυτό το μέρος. Και αρχινούν να κανονιέρουν.
- Ήρθαν τρία βασιλικά, τρία βασιλικά καράβια! έτρεχαν ο κόσμος να ιδούν τα καράβια.
Βάζει τη στολή του ο βασιλέας να πάει να υποδεχθεί τους ξένους. Του λένε λοιπόν οι ξένοι:
- Εμάθαμε πως έχετε την αδερφή μας, που την είχαμε χαμένη.
- Μάλιστα, λέει ο βασιλέας και ήταν κατατρομαγμένος.
Παίρνει λοιπόν αυτός τους νέους και τους πάει στο παλάτι. Ετοιμάζουν φαγητά, κάθονται τρώνε, λένε:
- Θέλουμε να δούμε την αδερφή μας.
Πάνε λοιπόν στην κάμαρα της βασίλισσας και της λένε:
- Βρε συ, τι σού ‘ρθε να του πεις τέτοιο πράμα; Δεν φτάνει που σε κάναμε βασίλισσα, μόν’ ήθελες να κάμεις τέτοια προσβολή του βασιλέα; Αποφάσισε να σε σκοτώσει. Μα επειδή είμαστε οι Μοίρες που σε μοιράναμε, που έκαμες την αδερφή μας και γέλασε, πάρε τούτο το σκουπάκι που είναι όλο διαμάντι και μπριλάντι και κρέμασέ το από πίσω απ’ την πόρτα. Και αν τυχόν μπει ο βασιλιάς και πει τι είναι τούτο, να του πεις:
- Βασιλέα μου, αυτό είναι εκείνο που σου ‘πα, γιατί εμείς τέτοια έχουμε μέσ’ στο παλάτι. Να φανείς πως είσαι τόσο πλούσια, κι άλλη φορά να ‘σαι προσεκτική. Γιατί, κακομοίρα, επειδή έκαμες την αδερφή μας κι εγέλασε, γι’ αυτό κι εμείς σου κάναμε αυτή τη χάρη, γιατί είχε σκοπό ο βασιλέας να σε αποκεφαλίσει.
Την χαιρετούν λοιπόν αυτοί, τους αποχαιρετά ο βασιλέας, μπαίνουν στις φρεγάδες τους και φεύγουν.
Γυρίζει λοιπόν ο βασιλέας στο παλάτι και πάει στης βασίλισσας την κάμαρα. Εκεί που πάει να κλείσει την πόρτα, βλέπει ένα ολόχρυσο πράμα, το σκουπάκι το ωραίο, και κρέμονταν στην πόρτα, που άστραψαν τα μάτια του. Λέει:
- Τι ‘ναι αυτό το πράμα;
- Είναι αυτό που σου ‘πα πως μοιάζει το γένι σου.
Αυτός σαν τ’ άκουσε λέει: «Α, άδικα ήθελα να τη σκοτώσω την καημένη. Αυτή δεν το έκαμε για να με καταφρονέσει, μόνο το ‘καμε να με τιμήσει κι εγώ το πήρα διαφορετικά».
Κι αγαπίζει με την γυναίκα του και ζήσαν καλά κι εμείς καλύτερα.
Μήτε εγώ ήμουν εκεί μήτε συ να το πιστέψεις.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α. ΜΕΓΑ: ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ,
σειρά 2α, σελίδα 131 – Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήναι 2001
σειρά 2α, σελίδα 131 – Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήναι 2001
O ΓEΩPΓIOΣ MEΓAΣ γεννήθηκε στη Mεσημβρία της Aνατολικής Pωμυλίας το 1893. Σπούδασε φιλολογία στα Πανεπιστήμια Aθηνών, Λειψίας και Bερολίνου. Tο 1936 ανέλαβε το Λαογραφικό Aρχείο της Aκαδημίας Aθηνών και το 1947 εκλέχθηκε καθηγητής της Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Aθηνών όπου δίδαξε ώς το 1961. Tο 1970 εκλέχθηκε μέλος της Aκαδημίας Aθηνών. Πέθανε στην Aθήνα το 1976.
Σελίδα 1 από 1
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης